Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Η δύναμή μας

Έχω κάποιες φορές την απορία, αναρωτιέμαι δηλαδή για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Πάει να πει –εμείς είμαστε μια ομάδα ανθρώπων με περίεργη συμπεριφορά λόγω οικειότητας, αυτή την ομάδα την ονομάζουμε για λόγους συνεννόησης: «συνεργείο του ντοκυμαντέρ». Και είναι μια ομάδα-ακορντεόν (αν και κανένα από τα μέλη της δεν γνωρίζει να παίζει το συγκεκριμένο όργανο –ή έτσι νομίζω, τουλάχιστον). Ακορντεόν, γιατί όταν μαζευόμαστε για να κάνουμε γύρισμα μπορεί να είμαστε από 3 μέχρι 13 άτομα. Κι ακόμα περισσότερο, επειδή στην ομάδα του γυρίσματος συμμετέχουν και οι ηθοποιοί και τα μέλη των συγκροτημάτων και κάποιοι φίλοι και γνωστοί –μέχρι κι ένας οδοντίατρος συμμετέχει (για να πληρούμε κάποια ευρωπαϊκά στάνταρ ασφαλείας τα οποία ακόμα δεν έχει σκεφτεί να θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση –ας πούμε, πάει η ηθοποιός να παίξει τη σκηνή και έχει φάει σπανακόπιτα, ή πάει ο άλλος να μιλήσει κι έχει μόλις μασουλήσει μια ΙΟΝ –ποιος θα φροντίσει να μη γίνει η σκηνή γκραν γκινιόλ; σίγουρα όχι ο οδοντίατρος του συνεργείου μας, τον οποίο χρησιμοποιούμε για βοηθό σκηνοθέτη, κλακετίστα και άλλα πολλά –άρα, όσα αναφέρονται στη συγκεκριμένη παρένθεση στερούνται νοήματος και απορώ γιατί τα έγραψα!)

«Όμως -πώς μας βλέπουν οι άλλοι;»


Είχαμε γύρισμα την Κυριακή που μας πέρασε στο Art Nouveau, το αιωνόβιο δισκάδικο του Νίκου Κοντογούρη –θα κάναμε μια μικρή συνέντευξη του Νίκου για το ντοκυμαντέρ και μια σκηνή άγριου καυγά ανάμεσα στη Βάσω Καμαράτου, τη Βιργινία Κλαστάδα και την Όλγα Παπαδημητρίου, η οποία θα οδηγήσει στη σκηνή της συμμετοχής του Θοδωρή Ηλιακόπουλου στο ντοκυμαντέρ (ο Θοδωρής έφτιαξε μόνος του σχεδόν ολόκληρη τη σκηνή του και το έκανε καλύτερα απ΄ότι θα μπορούσα να το κάνω εγώ γιατί διαθέτει δυο πράγματα σημαντικά για τον κινηματογράφο: άποψη και εμπειρία).
Είμαστε λοιπόν στα στησίματα, ο Γιάννης ο Αντύπας βάζει «ψείρες» και καλαφατίζει καλάμια μικροφώνων, ο Βασίλης ο Ζερβακάκης δεν προλαβαίνει να απαντάει σε ερωτήσεις για το νεογέννητο («Είναι ήσυχος;» «ναι –αλλά μας ξυπνάει τις νύχτες» «έχει κολικούς;» «όχι –τρώει συνέχεια»), ο Μιχάλης ο Καφαντάρης στήνει τις ηθοποιούς και συζηταει  τα πλάνα και τις γωνίες λήψης με τον Νίκο τον Χανιώτη  που στήνει τρίποδα και πολύποδα…  Κάπου εκεί εμφανίζεται κι ο «άνθρωπος για όλες τις εποχές» με το κωδικό όνομα: Κώστας Μάστορης που πετάχτηκε από τα Κύθηρα στην Αθήνα για κάτι δουλίτσες. Πανικός στο συνεργείο, αγκαλιές, φιλιά –το πράγμα καταλήγει όπως πάντα με όλες τις κοπέλες γύρω από τον Κώστα και τον Μιχάλη να φωνάζει μπας και γίνει κάποια στιγμή το γύρισμα.  
Τότε έρχονται δυο κορίτσια από το Popaganda για να πάρουν συνέντευξη από τη Βάσω και να γράψουν κάποια πράγματα για το ντοκυμαντέρ. Το αδηφάγο συνεργείο μυρίζεται φρέσκο κρέας και τις περικυκλώνει με απειλητικά φιλικές διαθέσεις. Αναρωτιέμαι –«πώς μας βλέπουν αυτά τα κορίτσια;» Πριν προλάβω να το πολυσκεφτώ ο Μιχάλης έχει επέμβει: «κορίτσια, θέλετε να παίξετε στη σκηνή;» Τα κορίτσια κοιτάζονται απορημένα, οπότε ο Μιχάλης συνεχίζει ακάθεκτος. «Εσύ πας εκεί, μπροστά από το σταντ με τους δίσκους κι όταν σου κάνω νόημα θα βγεις εδώ πέρα, εσύ πας στην άλλη γωνία». Σκέφτομαι λοιπόν οτι αυτό το συνεργείο έχει τον τρόπο να χρησιμοποιεί τα μήντια -στην κυριολεξία τα βάζει να δουλέψουν για πάρτη του!

Η συνέντευξη του Κοντογούρη βγαίνει άνετα –διακόπτουμε μονάχα όταν κάποιοι κάγκουρες αποφασίζουν να μαρσάρουν κάνα δεκάλεπτο πριν ξεκινήσουν με τα ρημάδια τους κι όσες φορές ακούγεται το νερό να τρέχει από τις σωληνώσεις των πάνω ορόφων  –«άντε παιδιά, να το κάνουμε  γρήγορα πριν ξαναρχίσει το φενγκ σούι», γελάει ο Κοντογούρης. Διάβαζα τις κριτικές του από πιτσιρικάς στο Ποπ & Ροκ και ήταν ένας από τους δυο αγαπημένους μου συντάκτες (ο άλλος ήταν ο Μαλαθρώνας), όχι μόνο λόγω του μουσικού είδους με το οποίο ασχολιόταν αλλά και γιατί είχε μια θετική ματιά απέναντι στους μουσικούς, δεν το έπαιζε υπεράνω. Τον ρωτάω σε κάποιο διάλειμμα του γυρίσματος για το καλύτερο και το χειρότερο, κατά τη γνώμη του, ελληνικό συγκρότημα –στο πρώτο μού απαντάει, στο δεύτερο, όχι. Ή  μάλλον, μου δίνει μια απάντηση που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έπρεπε να αναρτηθεί στο γραφείο κάθε κριτικού τέχνης για να τη βλέπει 40 φορές τη μέρα: «Εγώ δεν μπορώ να πω τέτοια πράγματα, για χειρότερα συγκροτήματα, γιατί εκείνοι βάζουν την ψυχή τους σ΄αυτό που κάνουν –πώς θα έρθω εγώ λοιπόν να τους απαξιώσω έτσι; Επειδή, ακόμα και το χειρότερο συγκρότημα κάτι δημιουργεί, ενώ εγώ έρχομαι εκ των υστέρων και υπάρχω εξαιτίας αυτής τους της δημιουργίας».  Δυστυχώς, αυτή του τη σκέψη δεν την έχουμε καταγεγραμμένη στη συνέντευξη –τη βάζω λοιπόν εδώ κι αυτό είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Έρχεται και η ώρα που πρέπει να γυριστεί η σκηνή του καυγά. Είναι μια σκηνή απαραίτητη, τόσο για τη μυθοπλασία όσο και για την τρομερή σκηνή αυτογνωσίας που ακολουθεί (δεν θα πω περισσότερα πέρα από το ότι σ΄αυτή παίζουν ο Θοδωρής και η Βάσω στη μέση του πουθενά). Η σκηνή του καυγά ανάμεσα στις ηθοποιούς δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο –φτιάχτηκε από τον Μιχάλη, τόσο για λόγους πληρότητας όσο κι επειδή ήθελε να πάρει κάτι παραπάνω, που το  έβλεπε κρυμμένο στις ηθοποιούς. Εμένα αυτή η σκηνή με τρόμαζε από τις πρόβες κιόλας. Έβγαινε με φοβερή ένταση από τη Βάσω και την Όλγα –απέφευγα να τις κοιτάζω… Κι όταν η σκηνή πήγε 2 και 3 φορές στο γύρισμα ήμουν στο βάθος του μαγαζιού και μόνο άκουγα και πάλι αναστατωνόμουν. Βλέπεις, είμαι κάπως βλάκας –τις βιώνω πραγματικά τις σκηνές έντασης –το πιστεύω το παραμύθι κανονικά, γι΄αυτό μου αρέσει ο σινεμάς και το θέατρο. Βέβαια, μέσα στις επαναλήψεις της σκηνής ακούγονται και κάποιες τρομερές ατάκες (πάντα εκτός σεναρίου) όπως το «καθρέφτισε το πρόσωπό σου στο δικό μου πριν γίνει μαύρο», που λέει η Όλγα στη Βάσω ή το απίθανο: «Την τσάντα μου», που φωνάζει η Όλγα όσο η Βάσω την πάει καροτσάκι προς την πόρτα, για να της απαντήσει η Βάσω: «Άστη, θα στη φέρω εγώ»!!!! Το συνεργείο ξεκαρδίζεται και η Βιργινία που περιμένει τη σειρά της, σχολιάζει: «Γιατί είναι καλός άνθρωπος –πάνω απ΄όλα!»

Θέλω να πω για αυτές τις ηθοποιούς –τη Βάσω, τη Βιργινία, την Όλγα. Για το πόσο πολύ παίζει με το σώμα της η Βάσω και για την ικανότητά της να αλλάζει μέσα σε δευτερόλεπτα –εκεί που φοβάσαι να την κοιτάξεις στα μάτια μετατρέπεται σε γλυκό, ευαίσθητο κοριτσάκι και δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω της. Έτυχε να είμαι πίσω από την κάμερα σε ένα πλάνο όπου ο Θοδωρής την πλησιάζει για να της δώσει το μπουφάν της και είδα τόση ομορφιά στα βλέμματά τους που θαμπώθηκα.
Θέλω να πω για τη Βιργινία που είναι τόσο ήρεμη και διακριτική εκτός πλατό κι όταν τη βάζεις να παίξει μπορεί να σε παγώσει με ένα βλέμμα –στη σκηνή του δικού τους καυγά η Όλγα τρομοκρατήθηκε στ΄αλήθεια!
Και θέλω να πω για την Όλγα –το πιο τσιταρισμένο κουλ άτομο που έχω γνωρίσει –που βγάζει ότι της ζητάει ο Μιχάλης με τρομακτική άνεση –μπορεί να έχει έρθει σε πρόβα (ή γύρισμα) χωρίς καν να ξέρει τι θα κάνει αλλά δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να μην το κάνει όπως ακριβώς το θέλει ο Μιχάλης, το πολύ με την τρίτη φορά!
Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω οτι οι ρόλοι της Όλγας και της Βιργινίας ήταν τρομερά περιορισμένοι στο αρχικό σενάριο –δυο κουβέντες θα έλεγε η Όλγα και ένα πέρασμα θα έκανε η Βιργινία. Αλλά αυτές οι κοπέλες μεγάλωσαν τους ρόλους από μόνες τους –επειδή είχαν τη δυναμική να το κάνουν κι εγώ, πραγματικά, τους το χρωστάω.
Όπως χρωστάω σε όλες τους το οτι αφήνουν τις δουλειές τους,  έρχονται πρώτες κι ολόφρεσκες στο γύρισμα κι ας έχουν ξενυχτήσει, κάθονται αδιαμαρτύρητα για ώρες ολόκληρες να περιμένουν τη σειρά τους ακόμα κι αν είναι να παίξουν μόνο για 10 δευτερόλεπτα… και πάνω απ΄όλα αγαπάνε το ντοκυμαντέρ. Αυτό πάνω απ΄όλα.

Σε κάποιο διάλειμμα του γυρίσματος δίνουμε και την περίφημη συνέντευξη στα κορίτσια του Popaganda –είμαι ψιλοψόφιος κι απορώ αν βγάζει νόημα η Ζωή απ΄όσα της λέω, όμως έχουμε πολύ καιρό που δουλεύουμε το ντοκυμαντέρ κι έτσι καλύπτουμε ο ένας τον άλλο. Περνάει ο Μιχάλης και συνεχίζει αυτό που εγώ λέω κι όταν φεύγει ξέρω τι πρέπει να πω για να συνεχίσω τη δική του απάντηση –την επόμενη φορά σκέφτομαι οτι θα μπορούσαμεκαι να απαντάμε εν χορώ στις ερωτήσεις!
Η Λήδα, η φωτογράφος, ξεκινάει να βγάζει τη Βάσω, ο Μιχάλης πάει να τη βοηθήσει με τον φωτισμό και τις γωνίες –έτσι δουλεύει αυτό το συνεργείο, δεν έχουν μάθει να ξεχωρίζουν αρμοδιότητες, όλοι κάνουν τα πάντα, ανάλογα με το πού θα βρεθούν. Ας πούμε, για κάποιο ρακόρ,  είχε τον νου του κι ο Γιάννης ο Αντύπας που κάνει ήχο και ο Θοδωρής ο Ηλιακόπουλος πρότεινε και εκείνος κάποιο πλάνο  πρίν μπει μέσα και παίξει τον ρόλο του –μόνο στην καταστροφή των πλάνων υπάρχει αυστηρή αποκλειστικότητα εμού του ιδίου, σε κάθε γύρισμα πάντα θα βρω το δυσκολότερο πλάνο για να περάσω μπροστά από την κάμερα και να το καταστρέψω –γιατί κάποιες δουλειές απαιτούν ιδιαίτερες ικανότητες, δεν είναι όλα για όλους!

Ξαναρχίζει το γύρισμα, ο Θοδωρής πρέπει να εμφανιστεί ξαφνικά (κάπως εξωπραγματικά) από μια εσοχή του μαγαζιού και για να τονιστεί αυτό τα παιδιά παλεύουν να βγάλουν ένα εφέ –θα κλείσουν τα φώτα του μαγαζιού τη στιγμή ακριβώς που θα ανάβουν τα κουάρτζ. Εύκολο; Στο διακόπτη, στη μια άκρη ο Μιχάλης, στα κουάρτζ στην άλλη άκρη ο Βασίλης. «Να το πάμε συγχρονισμένα», λέει ο Μιχάλης. «Πώς μετράμε όταν παίζουμε;» λέει ο Νίκος στο Βασίλη (αυτοί οι δυο παίζουν στο ίδιο συγκρότημα χρόνια τώρα). Ο Βασίλης δε μιλάει. «Να μετρήσουμε για να μπούμε μαζί ρε παιδί μου!» φωνάζει ο Νίκος. «Γιατί –έχουμε μπει ποτέ μαζί τόσα χρόνια που παίζουμε;» απορεί ο Βασίλης.

Όταν τελειώνουν τα γυρίσματα σερνόμαστε μέχρι τη διπλανή καφετέρια να πιούμε καμιά μπύρα μπας και ισιώσουμε. Η Όλγα έχει να βάλει μουσική σ΄ένα μπαράκι, ο Μιχάλης με το Νίκο πάνε τα κουάρτζ πίσω στο μαγαζί, ο Θοδωρής μοιάζει σα να ήρθε μόλις τώρα κι ας τον έχουμε τσακίσει στα γυρίσματα. «Εντάξει;» τον ρωτάω. «Μια χαρά», μου απαντάει. Κι αυτό εμένα μου φτάνει.

Υ.Γ.: Τελικά «πώς μας βλέπουν οι άλλοι;» Ελπίζω να δημοσιευτεί αυτή η συνέντευξη για να το μάθουμε. Αλλιώς θα πρέπει να ξαναβρεθούμε με τα κορίτσια και να τα ρωτήσουμε. Όχι οτι μας χαλάει –έτσι;

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

2014…. Παρά κάτι

Δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά –’87 ή ’88 –θυμάμαι όμως οτι χρώσταγα ακόμα τα μισά μαθήματα στη σχολή και δούλευα σε κεντρικό βιβλιοπωλείο, είχα νοικιάσει ένα διαμέρισμα στη Νεάπολη, σπάνια περνούσα από το πατρικό μου στα νότια. Όταν  με έβγαζε ο δρόμος προς τα κει, χτύπαγα απαραιτήτως μια επίσκεψη στην καφετέρια του Μπιλ του Χοντρού (τον Σκορπιό), όλο κάποιον παλιό φίλο θα πετύχαινα να πιούμε δυο μαλακίες και να πούμε κάμποσες μπύρες (ή κάτι τέτοιο).
Εκείνο το απόγευμα η καφετέρια ήταν ανάστατη –μια φήμη γυρόφερνε τα τραπέζια –«πήραν το Λούη φαντάρο». Άδεια βλέμματα από τους πάνκηδες, βλέπεις, οι Stress ήταν θρύλος στη συνοικία –κάτι πικρόχολοι μαλλιάδες γελάγανε κάτω από τα μούσια τους, «τώρα θα του σπάσουν τον τσαμπουκά»…
«Είχα βγει εξοδούχος, έπινα κάτι μπύρες στην πλατεία Ταχυδρομείου, στη Λάρισα», μου έλεγε ο Λούης τώρα που ξαναβρεθήκαμε με το ντοκυμαντέρ. «Μου την πέσανε εκεί πέρα για να μου πάρουν τις Μάρτενς. Τη γλίτωσα όταν κατάλαβαν οτι ήμουν στους Stress –από τότε πέρασα ζάχαρη στην πόλη, είχαμε στήσει και μια παρέα, παίζαμε αβέρτα το Punk and Disorderly και το 1 και το 2…»
φωτο: Τάκης Σκορδάς
Οι Stress
φωτο: Τάκης Σκορδάς
 Το συγκρότημα της περιοχής μου, οι πρώτες συναυλίες που είδα όταν ήταν ακόμα τρίο –ο Λούης, ο Κώστας κι ο Γιάννης… Ξύλο στο Δημαρχείο, ξύλο στο Παλαί της Γλυφάδας, ατέλειωτο pogo στην Paranoid, ατέλειωτοι ποδαρόδρομοι ξημερώματα από την Αρετούσα ή τη Σοφίτα, κανιβάλισμα των μαλλιάδων έξω από τη Skylab, καζούρα στις Ταξιαρχίες και στους Vavoura Band… Χαθήκαμε στη συνέχεια, εγώ έμπλεξα με τα φοιτητικά, σύχναζα πλέον μόνο στα Εξάρχεια, εκείνοι ακολούθησαν τη δική τους πορεία μέσα από τις συνοικίες, τα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια, τις καταλήψεις –βράδυ στην Πατησίων να προσπαθώ να φτάσω στη Βίλλα Αμαλίας για να τους δω στην επανεμφάνισή τους μετά από χρόνια κι ο δρόμος γεμάτος μπάτσους, πανικός, μποτιλιάρισμα, παιδιά να περπατάνε στα χαμένα, «κάτι θα έγινε», είχα σκεφτεί, ακουγόταν κιόλας οτι ματαιώθηκε η συναυλία –είχα γυρίσει πίσω στην πλατεία νιώθοντας γέρος και χέστης –ήταν το 1999 κι εγώ 35άρης βλέπεις…


Το 1985 έβγαλαν τον «Ήχο της Ανασφάλειας», τον μοναδικό τους μεγάλο δίσκο. Τον πουλάγανε, λέει, οι δικοί τους στις συναυλίες –αλλά το ’85 ήταν άγρια χρονιά, δεν είχα μυαλό να αγοράζω δίσκους, δεν είχα ούτε που να μείνω για την ακρίβεια. Μετά από κάνα δυο χρόνια, πέτυχα το δίσκο στο σπίτι του φίλου μου του Στέργιου και τον μάζεψα γιατί ακουγόταν οτι θα κάνουν ντου οι μπάτσοι να ψάξουν για ενοχοποιητικά στοιχεία –το Στέργιο τον κράταγαν ήδη στην Ασφάλεια επειδή είχε μπουρλοτιάσει ένα Ζητά στην Πανεπιστημίου, έκανε 8 μήνες μέσα… Το δίσκο τού τον φύλαγα στο σπίτι μου μέχρι να βγει αλλά ποτέ δεν μου τον ζήτησε –ήταν σε άλλη φάση όταν τον άφησαν, κάπως χαμένος στο διάστημα κι έτσι. Όταν έφευγα για φαντάρος τον έδωσα το δίσκο σ΄έναν πιτσιρικά πάνκη που τον λέγαμε Τσουλού –όσο ήμουν μέσα έμαθα οτι πέθανε ο Τσουλού, έτσι στο ξεκάρφωτο –τέλος... Θυμάμαι δυο πράγματα από το δίσκο: τη δύναμη, ανάμεικτη με παραμόρφωση, που έβγαινε από τα κακοχαραγμένα αυλάκια του, και το θυμό μου κάθε φορά που έφτανε η βελόνα στη «Γενοκτονία», ξεκίναγε η κιθάρα και αμέσως κοβόταν, έπεφτε κενό (θύμα της λογοκρισίας -είχε πάει άκλαυτο το τραγούδι).
artwork: Τάκης Σκορδάς
Τα κομμάτια του δίσκου τα ήξερα απέξω –τα είχαμε τραγουδήσει σε ένα σωρό συναυλίες. «Είναι Αθήνα η πόλη αυτή/ θυμίζει όμως φυλακή», γκαρίζαμε λες και θέλαμε να γκρεμίσουμε κάναν τοίχο. Φυλακής. «Καθόμουν μια φορά σε μια πλατεία, στο παγκάκι, κι έβλεπα τον κόσμο να περνάει κάνοντας το γύρο –κανένας δεν έμπαινε μέσα στην πλατεία! Γρήγορα όλοι περπατούν/ ώρα δεν έχουν γύρω να κοιτούν/ σκέψεις και γρήγορες ματιές/ βάρος γεμάτες οι καρδιές. Λέω λοιπόν οτι οι πάνκηδες ήταν οι τελευταίοι τεμπέληδες –δεν παρασύρθηκαν από τους τρελούς ρυθμούς της καθημερινότητας», μου εξηγούσε ο Λούης τις προάλλες.

«Κάπου υπάρχει κόλαση», και το όνομά της μακάρι να ήταν μονάχα Λέρος… Ήταν εκείνη η εποχή που, σοκαρισμένοι, διαβάζαμε τα αποτελέσματα της έρευνας κάποιων Σουηδών για τα ελληνικά ψυχιατρεία, βλέπαμε φωτογραφίες με σκελετωμένους, ετοιμοθάνατους δεμένους στα κρεβάτια με αλυσίδες: «τα ηλεκτροσόκ και τα δεσμά και η απανθρωπιά τους/ ψυχίατροι δεσμοφύλακες/ νεκροί άνθρωποι στα κελιά τους». Και το χειρότερο ήταν ότι όλοι γνωρίζαμε άτομα που τα είχαν κλείσει με το ζόρι στα ψυχιατρεία –θες επειδή οι γονείς τους θεωρούσαν αφύσικη τη συμπεριφορά τους, θες λόγω πρέζας…

Τόσα χρόνια –όσες φορές ακούω τον «Περιθωριακό» νομίζω οτι βλέπω τον Κώστα στο απέναντι πεζοδρόμιο, «Περπατώ μονάχος μεσ’ τους δρόμους/ δεν μου καίγεται καρφί γι΄αυτούς τους νόμους», κι ο Κώστας εκεί απέναντι, να περπατάει με τεράστια βήματα και το σταυροκούμπωτο μισάνοιχτο, ν’ αγριοκοιτάζει τους νοικοκυραίους, έτοιμος για φασαρία. «Τι να κάνω, τι να πω και τι να δείξω;/ τη ζωή μου εγώ θα την ζήσω». Έτσι ήταν ο Κώστας τότε. «Δεν ήμασταν αναρχικοί, δεν ήμασταν ενταγμένοι πουθενά –ήμασταν απλά στριμωγμένοι κι αληθινοί, δεν το παίζαμε…», λέει ο Κώστας.
φωτο: Τάκης Σκορδάς
Θυμάμαι, πριν λίγους μήνες, είχε βραδιάσει –γύρναγα σπίτι σκοτωμένος από τη μέρα, δουλειά, τρεχάματα διάφορα –και είχε ένα μποτιλιάρισμα της απελπισίας η Κατεχάκη, σταμάτα-ξεκίνα συνέχεια, λες και πηδάγαμε τα βολάν των αυτοκινήτων μας, ανερμάτιστοι μαλάκες με ξοδεμένες τις ζωές στο περίμενε. Έπαιζαν κάτι σαχλαμάρες στο ραδιόφωνο, το γύρισα στο σιντί, πήρε να ακούγεται το «Άγχος» από μια ξεχασμένη συλλογή που είχα φτιάξει. Ε, λοιπόν ρε φίλε –μου βγήκε ένας αναστεναγμός λες κι αλάφρωσε η ψυχή μου! Αυτό το κομμάτι το γουστάρει πολύ και η κόρη μου γιατί μιλάει για αυτά ακριβώς που νιώθει. «Ήμασταν τότε κάπως έτσι –αγχωμένοι γιατί βλέπαμε οτι δεν θα τη βγάζαμε καθαρή για πολύ ακόμα, θα μας μαντρώνανε με τις υποχρεώσεις, στρατός, δουλειά, οικογένεια…», λέει ο Λούης. «Αυτά που λέγαμε τότε τα καταλαβαίνουν και τα παιδιά σήμερα γιατί έχουν τα ίδια προβλήματα –ξέρεις πόσοι πιτσιρικάδες ακούνε Stress;» προσθέτει ο Νίκος.

Άκου τώρα: «Όταν όλοι οι απελπισμένοι/ βρεθούν μ΄ελπίδες γεμισμένοι/ τότε το όνειρο αυτό/ θα γίνει εφιάλτης τρομερός». Το τραγούδι λέγεται «1984 …Παρά κάτι» γίνονταν τότε όλες αυτές οι κουβέντες (επειδή το 1984 είχε φτάσει) αν ο μελλοντολογικός εφιάλτης του Όργουελ ήταν εκεί ή αν θα έπρεπε να περιμένουμε κι άλλο για να τον φάμε κατακέφαλα. Τα χρόνια πριν το 1984, το 1984 ήταν πρώτο θέμα συζήτησης… Τι κάνουν λοιπόν οι Stress; Στον εφιάλτη του Όργουελ προτάσσουν τον εφιάλτη του δικού μας μέλλοντος –σκέψου: κόσμος απελπισμένος από την κομματική κοροϊδία φασιστοποιείται, κόσμος που έψαχνε το όνειρο στην κατανάλωση βρίσκεται πνιγμένος από τα δάνεια των τραπεζών, κόσμος που πίστεψε οτι οι μισθοί θα ανεβαίνουν στο θεό, οτι τα κέρδη από την πώληση κοπανιστού αέρα θα αυξάνονται στο άπειρο βρέθηκε στον άσσο να κοιτάει το άδειο του πιάτο. Ελλάδα 2013. Ξαναδιάβασε τώρα τους παραπάνω στίχους. Ή αλλιώς, 2014… Παρά κάτι.

Μιλάμε για τα τραγούδια των Stress –για τον «Ήχο της Ανασφάλειας», έτσι; Και μιλάμε γι΄αυτό επειδή ο δίσκος ξαναβγαίνει στις 16 Δεκεμβρίου. Ανανεωμένος, σιδερωμένος, πλυμένος για να φύγουν τα κράτσα-κρούτσα, με τον ορμητικό ήχο του συγκροτήματος να τρέχει απ΄τα αυλάκια. Τα παιδιά έχουν πιάσει κάθε κομμάτι ξεχωριστά κι έχουν κεντήσει –επιτέλους, ακούς το μπάσο του Κώστα να ξεκολλάει τα γούφερ, ακούς τη ντραμς του Νίκου σε ρυθμό πολυβόλου (τι διάολο –μοτεράκι είχε ο άνθρωπος;) και την κιθάρα του Λούη να κόβει λαρύγγια. Βάλε το «Ινδιάνικο»…
φωτο: Τάκης Σκορδάς

Δεν το είχα καταλάβει τόσα χρόνια γιατί τους άκουγα μέσα από κατσαρόλες, σε χώρους με ηχητική λουτροκαμπινέ, από μηχανήματα της πυρκαγιάς -10 λέγανε, 40 παίζανε και 3 πιάναμε εμείς από κάτω. Τώρα που μπορώ να τους ακούσω κανονικά συνειδητοποιώ οτι ο Λούης είναι τρομερά δυνατός κιθαρίστας, ο Γιάννης έχει αυτή την παιδική φωνή που σε ανατριχιάζει με την αμεσότητά της και η rhythm section της μπάντας μοιάζει με καταιγίδα των Τροπικών.
Ο πρώτος «Ήχος της Ανασφάλειας» είναι πλέον συλλεκτικός –μη χολοσκάτε, αφήστε τον στους συλλέκτες. «Πηγαίναμε στο στούντιο με δίσκους των Dead Kennedys μπας και καταλάβουν τι θέλαμε να γράψουμε», λέει ο Λούης. 
artwork: Τάκης Σκορδάς
Ο καινούργιος «Ήχος της Ανασφάλειας» είναι πολύ πιο κοντά σ΄αυτό που ήθελαν να κάνουν τότε. Αν με ρωτήσεις με ποιο συγκρότημα συγγενεύουν οι Stress θα σου πω με τους Stiff Little Fingers χωρίς δεύτερη σκέψη. Νεανική οργή, μουσική «με την πλάτη στον τοίχο», αγνό rocknroll ξαναγεννημένο μέσα από τις στάχτες των δεινοσαύρων της ροκ. Το πανκ που μένει απείραχτο από τα χρόνια…

Και η επανακυκλοφορία του δίσκου δεν είναι το μοναδικό καλό νέο –οι Stress ξεκίνησαν τις συναυλίες –πάνε Λάρισα, πάνε Θεσσαλονίκη, τι μένει; Athens burning –τι άλλο;

Μέχρι τότε…

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

'Less' από την ομάδα MAG στο υπόγειο του Bios, μετά από έξι χρόνια



Ένας τρόμος τόσο βαθύς, που μόνο μια ιεροτελεστία μπορεί να τον χωρέσει'
Sarah Kane, Crave






 

 Το Less είναι η πρώτη περφόρμανς της ομάδας MAG.
Παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 2007 στο Bios, και συμμετείχε επίσης στο Σύστημα Αθήνα 2008, που διοργάνωσε το Ε.Κ.Δ.Ι.Θ.
Έξι χρόνια μετά, το Less επιστρέφει στον ίδιο ακριβώς χώρο που πρωτοπαρουσιάστηκε, για 8 μόνο παραστάσεις.

Το Less είναι μια ιεροτελεστία.
Ένας άντρας και μια γυναίκα, παρουσιάζουν επί σκηνής στιγμιότυπα από τις ζωές τους, το παρελθόν τους, και τους φόβους τους.
Ξανά και ξανά.

Στην παράσταση αυτή, η ομάδα MAG χρησιμοποιεί ως μοναδικό υλικό θεατρικής γραφής, το ανθρώπινο σώμα.
Έκθετο, ανυπεράσπιστο, μπροστά στα μάτια των θεατών.
Με τα σφάλματά του.

Ιδέα/ Δημιουργία/ Ερμηνεία: Βάσω Καμαράτου, Κώστας Κουτσολέλος

BIOS Basement
Διάρκεια παραστάσεων: 24 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου 2013
Παραστάσεις: Πέμπτη - Κυριακή
Έναρξη: 21.00Τιμή Εισιτηρίου: 10 ευρώ (ενιαίο)

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Αξιζε που ακολουθήσαμε το punk;

(Αυτό είναι ένα κείμενο που έφτιαξε ο Γιάννης Χαραλαμπίδης -μέλος των ιστορικών ΑΝΥΠΟΦΟΡΩΝ και των SPLIT IMAGE- και χαιρόμαστε που το δημοσιεύει στη σελίδα αυτή. Το γιατί χαιρόμαστε θα το καταλάβεις διαβάζοντας το κείμενο).

Αξιζε ;
Γιατί ξέραμε πως το παιχνίδι ήταν χαμένο εξ’αρχής.  Δεν συμβιβαστήκαμε όπως οι προηγούμενοι, ούτε παραδοθήκαμε όπως οι επόμενοι.  Στην ησυχία μας θέλαμε να μας αφήσουν κι ας μην το κάνανε γιατί κάθε καινούριο φοβίζει και ανησυχεί.
Αξιζε ;
Γιατί μόνοι μας πήγαμε και κάτσαμε στο περιθώριο του περιθωρίου με την πλάτη γυρισμένη.
Αξιζε ;
Γιατί δεν μας άφηναν να μπούμε σε καφετέριες  και στα Goodys και τη βγάζαμε σε παγκάκια και σε εισόδους πολυκατοικιών πίνοντας ρετσίνα και μπύρες από τα ψιλικατζίδικα.
Αξιζε ;
Γιατί οι κοπέλες  μας ήταν και φίλες μας, απλές, δίχως ανάγκη από λουσάτες εμφανίσεις με  απότερο σκοπό την ικανοποίηση του εγωκεντρισμού τους και τον κατευνασμό της ανασφάλειάς τους.  Τα λούσα στις κοπέλες μας, ορατά και μη, ήταν άπιαστα, στο πιο ψηλό κλαδί.
Αξιζε ;
Γιατί βρήκαμε τον ρομαντισμό εκεί που οι άλλοι έβλεπαν την καταστροφή.
Αξιζε ;
Γιατί μεγαλώσαμε μισώντας τους πάντες και τα πάντα.  Λίγοι οι αποδεκτοί φίλοι, μετρημένοι στα δάκτυλα, χωρίς διάθεση για συμβιβασμούς.
Αξιζε ;
Γιατί το ακολουθήσαμε σαν ιδέα και αποτραβηχτήκαμε όταν έγινε μόδα.
Αξιζε ;
Γιατί αν και τα χρόνια περάσανε και τα ακούσματα ίσως αλάξανε, η ιδέα παρέμεινε ο οδηγός  που μας στηρίζει στα δύσκολα και η απόριψη τους είναι η λύτρωση μας.
Αξιζε ;
Γιατί εκεί που οι άλλοι αλλάζουν σταθμό εμείς το δυναμώνουμε.
Αξιζε ;
Γιατί καταλάβαμε τι θέλουμε και τι μας αρκεί και δεν αποζητήσαμε αυτό που δεν θα μπορούσαμε να έχουμε.  Κοίτα τους τώρα...
Αξιζε ;
Γιατί 30+ χρόνια μετά πάλι για εμάς μιλάνε

Αξιζε που ακολουθήσαμε το punk ;
Φυσικά και άξιζε !  Και αν μου ξαναδινόταν η ευκαιρία πάλι τον ίδιο μελαγχολικό μονόδρομο θα ακολουθούσα.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Το αέναο ταξίδι του Θοδωρή Ηλιακόπουλου

Παρουσίαση του βιβλίου του τραγουδιστή της Γενιάς του Χάους, εδώ




Σάββατο 25 Μαΐου 2013

"Σύσταση και συμμορία (άρθρο 187 ΠΚ)"

Ήθελα να το κάνω από καιρό αλλά δεν είχα σχεδόν καθόλου οπτικό υλικό –βλέπεις, σε κάθε γύρισμα αυτοί οι τύποι φροντίζουν να καταγράφουν τους άλλους, όχι τους εαυτούς τους. Ευτυχώς τώρα είναι μαζί μας εκείνο το καλό κορίτσι η Κατερίνα η Αρχιμανδρίτου, έχω επιτέλους κάποιες φωτογραφίες του συνεργείου  του «Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο», μπορώ να γράψω δυο λόγια, μπορώ να τους καταγράψω…

Όταν δεν υπάρχει ντουντούκα χρησιμοποιείται η φωτογράφος για να επικοινωνήσει ο σκηνοθέτης με τους ηθοποιούς (Κατερίνα Αρχιμανδρίτου, Μιχάλης Καφαντάρης)
 Και για να το κάνω αυτό θα πρέπει να πάω πίσω –κάμποσα χρόνια πίσω… Όταν πήρα ένα μέιλ από κάποιον άγνωστο που μου έλεγε οτι του αρέσει το μπλογκ μου, οτι παίζει σ΄ένα συγκρότημα κι άμα έχω χρόνο να πιούμε καμιά μπύρα. Μου έστελνε κι ένα λινκ να δω το συγκρότημά του από ένα λάιβ. Ακολούθησα το λινκ κι έτσι ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τους Ded City Jetz. Συγκροτηματάρα! Έμαθα οτι άνοιγαν την τελευταία συναυλία επανεμφάνισης των Last Drive στο Gagarin –θυμάσαι, το τριήμερο που βγήκαμε οι κωλόγεροι από τους τάφους μας και πήγαμε να αφηνιάσουμε παρέα με τους πιτσιρικάδες! Εκείνο το βράδυ οι Ded City Jetz άνοιγαν τα ινδάλματά τους και γι΄αυτό παίξανε στον ουρανό. «Ποιος είναι ο δικός μας;» είχα ρωτήσει τη γυναίκα μου. «Εκείνος με μπάσο που χορεύει όλη την ώρα». Άψογος!
Την επομένη κανονίσαμε να πιούμε τη μπύρα –έβρεχε του σκοτωμού θυμάμαι, κι όταν πήγα στο μαγαζί έμαθα οτι αυτός ο τύπος είχε έρθει με ποδήλατο –γκαραζοπάνκης με ποδήλατο; είχα απορήσει! Αυτή ήταν μια από τις πολλές πλευρές του Νίκου του Χανιώτη με τον οποίο κάνω παρέα από τότε, πάνε κοντά 8 χρόνια. Συνηθίζουμε να ξενυχτάμε συνεχίζοντας εκείνη την πρώτη μπύρα που δε λέει να τελειώσει και μιλάμε πολύ –ήταν μάλλον από τους πρώτους στον οποίο μίλησα για το ντοκυμαντέρ. «Πολύ καλή ιδέα –άντε, να βγει κάτι της προκοπής», είχε ευχηθεί. Και η κουβέντα είχε μείνει εκεί.
Άμα δεν είναι μέσα στο ρυθμό ο Διευθυντής Φωτογραφίας πώς θα έχει ρυθμό η ταινία; Νίκος Χανιώτης (Διευθυντής Φωτογραφίας και μπασίστας)
Κάποτε έγραφα μια ιστορία για το ’80 στο μπλογκ μου και είχε σχολιάσει ένας άλλος μπλόγκερ –του είχε αρέσει μια έκφραση που χρησιμοποιούσαμε παλιά, λέγαμε «αυτοί εδώ δεν ξεμπερδεύουν ούτε με 10 Μπαμπελούλες τώρα» για να περιγράψουμε οτι ένα συγκρότημα είχε ξεσηκώσει τον κόσμο. Ανταλλάσσαμε σχόλια, κάναμε πλάκες, είχε αναπτυχθεί μια οικειότητα χωρίς να έχουμε ποτέ συναντηθεί. Όταν ξεκίνησα να ψάχνομαι για σκηνοθέτη του ντοκυμαντέρ, απευθύνθηκα σε διάφορους –αλλά δεν καθόταν το πράγμα. Είχαν αυτή την άποψη, οτι δηλαδή με βοηθάνε να πραγματοποιήσω το όνειρό μου –εμένα αυτό με ενοχλούσε γιατί αν το ντοκυμαντέρ δεν ήταν και δικό τους όνειρο πώς διάολο θα του έδιναν ψυχή; Αν ήταν να περιμένουν από μένα να τους πω πώς θα το κάνουν –ζήτω που καήκαμε! Γιατί αν ήξερα εγώ πώς να γίνει, θα το σκηνοθετούσα μόνος μου –έτσι δεν είναι;
Ο Μιχάλης Καφαντάρης επιχειρεί να κατεβάσει την μπάλα μέχρι το αντίπαλο καλάθι, ο Νίκος ο Χανιώτης τον καταγράφει και η Όλυα Λαζαρίδου απορεί περί του πού είναι η μπάλα.

 Εκεί λοιπόν που είχα απογοητευτεί περί σκηνοθέτη, ρίχνει την ιδέα η γυναίκα μου: «Ρε συ, ο Μιχάλης από το Ένοχο Παρελθόν, σκηνοθέτης δεν είναι;  Και μάλιστα έχει κάνει ήδη ένα ντοκυμαντέρ για το ροκ εν ρολ στην Ελλάδα!» Είδα κομμάτια αυτού του ντοκυμαντέρ στο youtube –πολύ ωραίο μου φάνηκε και είχε τρομερό ρυθμό, πράγμα το οποίο μετράει πολύ για μένα σε μια ταινία.
Εκείνη την εποχή ήμουν σε επαφές με μια εταιρεία παραγωγής η οποία μού είχε προτείνει έναν σκηνοθέτη και τον είχα απορρίψει γιατί δεν μου κόλλαγε πολύ η αισθητική του, άσε που ζητούσε ένα σκασμό λεφτά! Παίρνω τον Μιχάλη τηλέφωνο, κανονίζουμε να συναντηθούμε –βρισκόμαστε και κολλάμε με τη μία! Καταλαβαίνει τι θέλω να κάνουμε χωρίς πολλές κουβέντες, μου δηλώνει κατευθείαν οτι ενδιαφέρεται να σκηνοθετήσει το ντοκυμαντέρ –συμφωνούμε και χωρίζουμε ευτυχισμένοι, νιώθω κι εγώ ήσυχος που επιτέλους βρήκα τον σκηνοθέτη μου! Αλλά έχω υπολογίσει χωρίς την εταιρεία παραγωγής η οποία επιμένει οτι θέλει κάποιον καταξιωμένο σκηνοθέτη να κάνει το ντοκυμαντέρ και μάλιστα χωρίς να πληρωθεί εκ των προτέρων! Αδιέξοδο! Ψάξιμο πάλι από την αρχή και, εντελώς ανέλπιστα, βρίσκω αυτό που μου ζήτησαν. Και καταξιωμένο σκηνοθέτη και γνωστό κι απ΄όλα! Παίρνω τηλέφωνο το Μιχάλη με τα μούτρα στο χώμα. «Δεν πειράζει ρε φιλαράκο», μου λέει, «να τον πάρεις, θα σε βοηθήσει –είναι και γνωστός θα σου ανοίξει πόρτες, αυτό είναι το καλύτερο για την ταινία σου –καμιά παρεξήγηση». Εκτιμώ τη στάση του και αποφασίζω οτι εδώ πέρα έχω βρει έναν πραγματικό φίλο. Ξεκινάω με τον γνωστό και καταξιωμένο σκηνοθέτη –περνάμε γύρω στους 6 μήνες στα κανονίσματα και άκρη δεν βγαίνει. Δεν ταιριάζουμε ρε παιδί μου –άλλο σκέφτομαι εγώ, άλλο θέλει να κάνει εκείνος. Κάθομαι στα παλούκια –ή πρέπει να προχωρήσω σε κάτι που δεν έχει σχέση με την αρχική μου ιδέα, ή πρέπει να επιμείνω σε αυτήν και να χάσω την εταιρεία παραγωγής. Επιλέγω το δεύτερο –ρίχνω τα μούτρα μου και ξαναπαίρνω τον Μιχάλη. Υπολογίζω οτι αν με διαολοστείλει θα έχει όλα τα δίκια τού κόσμου αλλά δεν το κάνει. «Αφού στο είπα –καμιά παρεξήγηση, πάμε να το κάνουμε μαζί –μόνο μη μου κάνεις καμιά μαλακία κι αλλάξεις γνώμη στην πορεία», μου ξεκαθαρίζει. Εκείνη τη μέρα αποφασίζω οτι το ντοκυμαντέρ θα γράφει: Σκηνοθεσία – Μιχάλης Καφαντάρης, ή δε θα γράφει τίποτα γιατί απλώς δεν θα γίνει.

Ο σκηνοθέτης είναι πάντα μια πατρική φιγούρα για τους ηθοποιούς. Μιχάλης Καφαντάρης, Θοδωρής Βλαχάκης, Κώστας Μάστορης, Νίκος Χανιώτης, Τάκης Πολυχρονόπουλος

Περνάμε κάνα μήνα δουλεύοντας το σενάριο του ντοκυμαντέρ κι ετοιμαζόμαστε να στήσουμε το συνεργείο, ψάχνοντας παράλληλα για εταιρεία παραγωγής. Τυχαίνει τώρα ο Μιχάλης να μένει πολύ κοντά με τον Νίκο τον Χανιώτη κι έτσι βρισκόμαστε όλοι μαζί να πίνουμε μπύρες στην Ακαδημία Πλάτωνος. Αυτοί οι δυο τώρα, κολλάνε με το καλησπέρα –έχουν ίδια αισθητική, ίδιες απόψεις, γουστάρουν άπειρα το χαζολόγημα που οι κινηματογραφάνθρωποι ονομάζουν ρεπεράζ. Τους βλέπω και τους χαίρομαι, επειδή χαίρομαι όταν οι φίλοι μου γίνονται φίλοι με τους φίλους μου –είμαι υπέρ της ανεξάντλητης φιλίας, ένα πράγμα! Και μου έρχεται η ιδέα: «Ρε Νίκο, σχολή σκηνοθεσίας έχεις πάει, σαν φωτογράφος δουλεύεις  –γιατί δεν έρχεσαι να κάνεις διεύθυνση φωτογραφίας στο ντοκυμαντέρ;»
Ο Νίκος είναι τύπος που δε μιλάει πολύ αλλά ότι λέει το εννοεί. Αν σου πει οτι θα κάνει κάτι, πες οτι έγινε ήδη! Το σκέφτεται, το αποφασίζει, δέχεται –κλείνουμε. Γίνονται δύο τα ονόματα που θα γράφει οπωσδήποτε στην ούγια το ντοκυμαντέρ. Κι επειδή δεν έχουμε βρει κάμερα μαν, ο Νίκος αναλαμβάνει και την κάμερα –μέχρι νεωτέρας.
Αυτοί οι δυο βλέπουν πάντα το ίδιο πράγμα, ακόμα κι όταν δεν κοιτάζουν προς την ίδια μεριά. Μιχάλης Καφαντάρης, Νίκος Χανιώτης, Τάκης Πολυχρονόπουλος

Κάπως έτσι φτάνουμε στο πρώτο δείγμα γραφής του ντουέτου Μιχάλης Καφαντάρης –Νίκος Χανιώτης, οι οποίοι αναλαμβάνουν να κάνουν ένα makinof του There is no Asylum here (του τραγουδιού του ντοκυμαντέρ που έχει ετοιμάσει ο Κώστας ο Μάστορης) και καταλήγουν σε ένα βιντεοκλίπ το οποίο, για μένα, είναι συναρπαστικό. Εκείνο το διάστημα είμαστε σε επαφές με κάποια άλλη εταιρεία παραγωγής –μπας και μας αναλάβει –βλέπουν οι άνθρωποι το βιντεοκλίπ κι αναρωτιούνται: «εμάς τι μας χρειάζεστε;» Τι να τους πούμε; Οτι το βιντεοκλίπ γυρίστηκε με μια βιντεοκάμερα της πυρκαγιάς, για φωτισμό είχαμε μια λάμπα με μπαλαντέζα κι όταν θέλαμε να στήσουμε σκηνικό απλώς κάποιος κρατούσε το μαύρο παλτό του Μιχάλη για φόντο;
Ατυχήματα συμβαίνουν κι όταν δεν συμβαίνουν τα σκηνοθετούμε. Θοδωρής Βλαχάκης σε ρόλο ανησυχούντος συγγενούς, Κώστας Μάστορης σε ρόλο εμφραγματία μπασκετμπολίστα, Μιχάλης Καφαντάρης σε ρόλο μεταφορέα.

Η περιοδεία μας για αναζήτηση εταιρείας παραγωγής έληξε ένα ηλιόλουστο μεσημέρι όταν ο Νίκος είπε: «Αν είμαστε αποφασισμένοι να το κάνουμε, ας το κάνουμε μόνοι μας –μπορούμε». Αφού ο Νίκος είπε οτι μπορούμε δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο να ειπωθεί –έτσι ξεκινήσαμε.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε να φτιάχνεται αυτό το συνεργείο.

Όλυα Λαζαρίδου, Έλενα Αθανασίου, Μιχάλης Καφαντάρης, Νίκος Χανιώτης, Δημήτρης Παπαδάκης.

Με τον Μιχάλη τον Καφαντάρη που, για μένα, είναι ότι σκεφτόμουν όταν έψαχνα για σκηνοθέτη –ο άνθρωπος είναι ικανός να γυρίσει καράτε με κουτσούς –και φυσικά, είναι άπιαστος στο μοντάζ. «Δεν μπορώ να σκεφτώ οτι ο σκηνοθέτης δεν θα κάνει το μοντάζ», λέει κι έχει δίκιο. Γιατί στα γυρίσματα βλέπει, όχι μόνο την ταινία που γυρίζει, αλλά και τα πλάνα που θα πετάξει στο μοντάζ και τα ζητάει κι αυτά!
Με τον Νίκο το Χανιώτη που συνεννοείται τηλεπαθητικά με τον Μιχάλη –ο ένας σκέφτεται κι ο άλλος τραβάει, λένε κάτι συνωμοτικά μεταξύ τους, «το πήρες αυτό;», «το ΄χω ήδη» -ποιο αυτό ρε μάγκες; Ο ένας κοιτάζει στο βουνό κι ο άλλος στη θάλασσα κι αν τους ρωτήσεις, το αυτό είναι ένα σύνθημα στον τοίχο που κανένας άλλος δεν είδε πριν από μισή ώρα όταν το προσπερνάγαμε! Ο Νίκος έχει σιδερένιο, μασίφ, χέρι όταν χειρίζεται την κάμερα και είναι βιρτουόζος στα κοντινά –ξέρει οτι όλοι οι άνθρωποι είναι όμορφοι από μια συγκεκριμένη γωνία κι από εκεί τους τραβάει πάντα, σου δίνει δυο ώρες υλικό και δε βρίσκεις σχεδόν τίποτα να πετάξεις!
Πατέντες λόγω έλλειψης μέσων. Ο Βασίλης Ζερβακάκης σε ρόλο φωτιστή (ή μάλλον σκιαστή)

Θυμάσαι τους Ded City Jetz; Είχαν έναν κιθαρίστα τον Βασίλη τον Ζερβακάκη –φόλα Στραμερικό, που πολύ τον γούσταρα στα λάιβ. Κι εκείνος γουστάρει το θέμα του ντοκυμαντέρ –αφορά τα συγκροτήματα με τα οποία μεγάλωσε, ο Βασίλης λοιπόν είναι ο φροντιστής μας. Δεν ξέρω τι κάνει ένας φροντιστής στις άλλες παραγωγές αλλά ο Βασίλης κάνει τα πάντα. Φέρνει παγωτά όταν η κούραση μετατρέπεται σε νεύρα, κουβαλάει, στήνει, ξεστήνει, δουλεύει την κάμερα όταν δεν υπάρχει άλλος, προσέχει το τι λέγεται στις συνεντεύξεις, φωτίζει, σκιάζει, ξυρίζει, ανάβει, γράφει κι απλουστεύει τη ζωή, όπως έλεγε και η παλιά εκείνη διαφήμιση.
Ο Δημήτρης ο Παπαδάκης απορεί

Ο ηχολήπτης, συνήθως, δεν είναι κανονικό μέλος ενός συνεργείου –έρχεται, ηχογραφεί, φεύγει. Κι έτσι κάπως τα υπολογίζαμε στο ξεκίνημα  τα πράγματα με τον Γιάννη τον Αντύπα, ας πούμε πιο επαγγελματικά. Αλλά μόνο έτσι δεν ήταν. Ο Γιάννης ο Αντύπας κι ο Δημήτρης ο Παπαδάκης που μας κάνουν ηχοληψία έρχονται, μπαίνουν κανονικά στο πνεύμα του γυρίσματος και φεύγουν τελευταίοι –καμιά ώρα μετά από τότε που τους έχουμε πει «αυτό ήταν, δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνετε». Δεν είναι μόνο οτι μαζί τους έχουμε ξεχάσει το θέμα ήχος, που είναι τρομερά κρίσιμο για κάθε ταινία, είναι οτι αυτοί οι τύποι έχουν πάρει το ντοκυμαντέρ προσωπικά –βοηθάνε τον σκηνοθέτη, βοηθάνε τον φροντιστή, βοηθάνε τον κάμερα μαν, δεν έχουν όρια του στυλ «εγώ ήρθα για να κάνω αυτό και μόνο».
Ο Βασίλης Ζερβακάκης σκιάζει την κάμερα κι ο Μιχάλης Καφαντάρης σκιάζει τον Ζερβακάκη (γι΄αυτό χρειάζεται το storyboard!) Κανένας δεν σκιάζει τον ηχολήπτη βεβαίως!
Τώρα, κοίτα πώς πάει το όλο θέμα –εγώ έγραψα ένα σενάριο στο οποίο βασίζεται ο Μιχάλης για να γυρίσει κάτι μεγαλύτερο, ας πούμε οτι κάνει την κινηματογραφική διασκευή του σεναρίου. Αυτό το καινούργιο σενάριο το καταγράφει η Έλενα η Αθανασίου η βοηθός του. Η Έλενα είναι ο άνθρωπος που φροντίζει να μη χαθεί τίποτα από την πρόβα μέχρι το γύρισμα της σκηνής και μετά φροντίζει ώστε ο Μιχάλης να έχει τα πάντα δίπλα του, ν΄απλώνει το χέρι και να πιάνει ένα τσιγάρο, ένα storyboard, έναν ηθοποιό, ένα ποτήρι με καφέ –τα πάντα. Οι κάρτες από τις μηχανές είναι πάντα άδειες και οι μπαταρίες πάντα γεμάτες επειδή υπάρχει η Έλενα.
Η Έλενα Αθανασίου κοιτάζει τη δουλειά της, ασυγκίνητη από τις χορευτικές ικανότητες του Κώστα Μάστορη

Ως γνωστόν οι κάμερες δεν τραβάνε από μόνες τους, αυτό συνήθως το αναλαμβάνει ο Ραφαήλ ο Κομίνης (ένας καταπληκτικός τύπος που εμφανίστηκε στο πρώτο μας γύρισμα και μπήκε γρήγορα στο κλίμα του ντοκυμαντέρ) κι ο Αντρέας ο Μανίτης  (επίσης γνωστός μου μέσα από το μπλογκ και φοβερό άτομο –αρκεί να σου πω οτι την πρώτη συνέντευξη του ντοκυμαντέρ, αυτή με τον Κώστα τον Μάστορη που τη χρησιμοποίησα σαν κράχτη για τις εταιρείες παραγωγής, την είχε τραβήξει εκείνος –ήρθε από την Κρήτη στα Κύθηρα για να το κάνει!)

Και βέβαια, η καινούργια προσθήκη στην ομάδα –η Κατερίνα Αρχιμανδρίτου, το κορίτσι που κυκλοφορεί (σχεδόν αόρατο) με μια κάμερα στο γύρισμα και μετά σου στέλνει ανέλπιστο φωτογραφικό υλικό.

Αυτό είναι το συνεργείο.

Κι εγώ υποστηρίζω οτι αυτό το συνεργείο είναι το καλύτερο στην Αθήνα –υπερβολή νομίζεις; Κάτσε να το αιτιολογήσω:
Τι είναι εκείνο που μετράει στην αξιολόγηση ενός κινηματογραφικού συνεργείου; Προφανώς η επάρκεια των μελών του στην κινηματογράφιση και η πληρότητα των μέσων που διαθέτουν. Το δικό μας συνεργείο γνωρίζει τι θέλει να κάνει και πώς να το κάνει και αναπληρώνει τα μέσα που του λείπουν με ένα σωρό πατέντες και ιδιοκατασκευές –γιατί όταν βγει η ταινία στους σινεμάδες κανένας δεν θα ενδιαφερθεί σχετικά με το ποια μέσα διαθέταμε, αν δεν σταθούμε σε επίπεδο ταινίας δεν υπάρχει κανένας λόγος να βγούμε στις αίθουσες!
Πέρα από αυτό, το συνεργείο είναι και συμμορία –κάποιοι άνθρωποι αφιερωμένοι σ΄έναν σκοπό, με τους δικούς τους κώδικες συνεννόησης και τις δικές τους ιδιαιτερότητες –τέτοιοι είμαστε.
Οι καλλιτέχνες σε στιγμές χαλάρωσης (πάντα κάτω από το άγρυπνο μάτι του συνεγείου). Όλυα Λαζαρίδου, Τάκης Πολυχρονόπουλος, Θοδωρής Βλαχάκης

Αλλά για μένα, υπάρχει ένα στοιχείο που ορίζει τη σημαντικότητα του συγκεκριμένου συνεργείου κι αυτό είναι η αποδοχή του από τους άλλους. Έχουμε γυρίσει ένα σωρό μουσικούς από τα συγκροτήματα της Ανεξάρτητης σκηνής του ’80 και δεν έχει φύγει ένας χωρίς να πει: «πέρασα καλά, πότε είναι το επόμενο γύρισμα;»  Το ίδιο ισχύει και για τις ηθοποιούς που έρχονται για πρόβες και στο γύρισμα νιώθοντας οτι συμμετέχουν σε κάτι που αξίζει.
Έχουμε δείξει τα teaser από τα γυρίσματα σ΄ένα κάρο κόσμο –και οι πιο απαιτητικοί κριτές είναι τα ίδια τα συγκροτήματα – δεν έχουμε εισπράξει ούτε μισό αρνητικό σχόλιο (και ως γνωστόν, όταν το θέμα σε αφορά, όπως αφορά αυτά τα συγκροτήματα, οι ευγένειες πάνε περίπατο). Μας έχουν πει οτι περιμένουν πολλά από αυτή την ταινία και αυτό είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή μας, γιατί κι εμείς πιστεύουμε οτι τους αξίζουν πολλά –άσε που αν δεν υπάρχουν αυξημένες απαιτήσεις, δεν υπάρχει πρόκληση –αλλά αυτό το συνεργείο τρέφεται από τις προκλήσεις.

Στα διαλλείματα των γυρισμάτων μού αρέσει να τους χαζεύω –το Νίκο σωριασμένο σε κάποιο πάγκο να προσπαθεί να μαζέψει λίγη ξεκούραση, τον Βασίλη διπλωμένο στα δυο να κρατάει το κεφάλι του, το Μιχάλη χαμένο στις σκέψεις του να κοιτάζει το πουθενά, το Δημήτρη να στάζει ιδρώτα, την Έλενα σκυμμένη πάνω σ΄ένα λάπτοπ…
Ξέρω πώς, ότι γίνεται με κόπο αξίζει τον κόπο αλλά ξέρω κιόλας πώς, όταν θα φωνάξει ο Μιχάλης «πάμε πάλι!» όλοι τους θα βρεθούν δίπλα του φρέσκοι σαν την αυθάδεια. Κι αυτό με κάνει να υποστηρίζω οτι έχουμε το καλύτερο συνεργείο της Αθήνας –αντίρρηση κανείς;
Υπάρχει καμιά αμφιβολία περί του οτι αυτοί οι δυο λειτουργούν σαν ένα άτομο;

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

«Κάνοντας μια μικρή ιστορία, μεγάλη»

Υπάρχει αυτή η αγγλική έκφραση –to cut a long story short (υπάρχει και σχετικό τραγούδι αλλά είναι πολύ ξενέρωτο για να το επικαλεστώ) –σημαίνει «για να μην τα πολυλογούμε» όπως γνωρίζεις… Κι αυτό ακριβώς σήμαινε για μένα μέχρι χτες το βράδυ όταν ανακάλυψα την αντίθετή της –to cut a short story long!  Δεν πάει να πει «για να τα πολυλογούμε» -αλλά «να κάνουμε μια μικρή ιστορία, μεγάλη» -αυτό ακριβώς συνέβη στο Κυριακάτικο γύρισμα του «Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο».

Κυριακή, 12 το μεσημέρι, «ντάλα ο ήλιος στου Χαριλάου», όπως ξεκίναγε πάντα τις περιγραφές του (ακόμα κι όταν έριχνε καρεκλοπόδαρα στη Θεσσαλονίκη) ο εκφωνητής των αγώνων του Άρη στην ΕΙΡΤ –κι εμείς βράζουμε προσπαθώντας να φτάσουμε στο καταραμένο Σπόρτινγκ. Δεν θυμάμαι πόσες συναυλίες έχω δει σ΄αυτό το ρημάδι αλλά συνειδητοποιώ οτι είναι η πρώτη φορά που προσπαθώ να το προσεγγίσω με αυτοκίνητο –όλες τις προηγούμενες πήγαινα με τα πόδια, έβγαινα από τον Ηλεκτρικό και περνούσα μέσα από τους παραταγμένους μπάτσους ή άραζα τη μηχανή σε κάποιο απόμερο στενό παραπίσω (μη γίνει τίποτα ντου και την πάρουν παραμάζωμα)… Στριφογυρίζουμε λοιπόν με το φορτωμένο αυτοκίνητο και το γήπεδο τού Σπόρτινγκ είναι άπιαστο όνειρο –το βλέπουμε, βλέπουμε το υπόλοιπο συνεργείο να μας κοιτάζει καθώς περνάμε κάτω από τη γέφυρα αλλά δεν μπορούμε να το πλησιάσουμε! Καλωσήρθατε σε ένα ακόμα γύρισμα –όταν το κέντρο της Αθήνας μποτιλιάρεται από αυτοκινητάδες που ψάχνουν να φύγουν προς τις παραλίες, το συνεργείο του ντοκυμαντέρ ξεροψήνεται στην είσοδο του Σπόρτινγκ!
Φωτογραφία: Κατερίνα Αρχιμανδρίτου
Επειδή αυτή είναι η μέρα που θα γυρίσουμε κάποιες από τις εισαγωγικές σκηνές του ντοκυμαντέρ, αυτή τη μέρα θα γυρίσουμε το «Όλα ξεκίνησαν από μια σαχλαμάρα». Τι προβλέπει το σενάριο; Λίγα πράγματα (η short story που λέγαμε) –την Αγρία Τριάδα (Θοδωρής Βλαχάκης, Κώστας Μάστορης, Τάκης Πολυχρονόπουλος) να αφηγούνται τις αναμνήσεις τους από την ιστορική  συναυλία των Police (1980) και το σημαδιακό Τριήμερο Ανεξάρτητου Ροκ (1982), την Όλυα Λαζαρίδου και τη Βάσω Καμαράτου σε δυο μικρές σκηνές μυθοπλασίας. Αυτά προβλέπει το σενάριο αλλά ο Μιχάλης ο Καφαντάρης βλέπει κάμποσο μακρύτερα, η Αγρία Τριάδα είναι ασυγκράτητη, η Όλυα Λαζαρίδου ερμηνεύει σαν ανεμοστρόβιλος (της ζητάς να δείχνει θλιμμένη κι όταν πας να τσεκάρεις τη λήψη κλαίει η οθόνη από συγκίνηση) και η Βάσω βγάζει τόση ωμή δύναμη που αποφεύγω να κοιτάξω όσο την κινηματογραφούν –δεν ξέρω κιόλας, νιώθω και κάπως αμήχανα ρε παιδί μου, επειδή εγώ έχω φτιάξει το σενάριο που απογειώνουν αυτοί οι άνθρωποι εκεί πέρα… Κάπως έτσι η «μικρή ιστορία» καταλήγει μεγάλη –κοίτα τι συνέβη δηλαδή….

Κατά πρώτον υποδεχόμαστε ένα κι ένα καινούργια μέλη στο συνεργείο του Ασύλου –η Κατερίνα Αρχιμανδρίτου είναι μαζί μας φωτογραφίζοντας το γύρισμα και ο Μέγιστος Φροντιστής των Βαλκανίων και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών Βασίλης Ζερβακάκης σύντομα θα γίνει πατέρας (αυτό θα είναι το πρώτο μωρό του Ασύλου)! Ξεκινάμε λοιπόν κεφάτοι παρ΄όλη την ταλαιπωρία, το λιοπύρι και το κλειστό γήπεδο του Σπόρτινγκ (όταν λέω ‘κλειστό΄δεν εννοώ οτι έχει σκεπή από πάνω του, εννοώ οτι έχει λουκέτα στις πόρτες).
Ο Μιχάλης το έχει βέβαια προβλέψει οτι δεν θα καταφέρουμε να κάνουμε γύρισμα εκεί μέσα κι έχει «πειράζει» την πλοκή –οι Τρεις Αλητάμπουρες που ξεκίνησαν να μπουν στο κλειστό γήπεδο καταλήγουν λίγο παρακάτω (σ’ ένα απίθανο γηπεδάκι στη μέση του πουθενά) να κοπανάνε τις μπασκέτες….
Φωτογραφία: Κατερίνα Αρχιμανδρίτου
Κατά δεύτερον, κάνει ζέστη. Κουφόβραση. Ο ήλιος βαράει καρφί στα κεφάλια μας, ένα σύννεφο μαυρίζει τον ορίζοντα (αλλά βέβαια δεν κρύβει τον γαμωήλιο) και η υγρασία κάποιας καταιγίδας με συμπεριφορά γκόμενας-ντίβας (α, έφτασες; ξεκινάω να έρθω κι εγώ!) κάνει τα πράγματα ανυπόφορα. Πρέπει να βρούμε μέρος για γύρισμα που να μην το καίει ο ήλιος, πρέπει να προστατέψουμε την κάμερα και την Αγρία Τριάδα η οποία θα δώσει συνεντεύξεις –αλλά τότε βλέπουμε οτι αυτοί οι τρεις έχουν πλακωθεί να παίζουν μπάσκετ! Μέσα στη ντάλα, με μαύρες μπλούζες να κυνηγιούνται σαν κανίβαλοι –και δώστου μπασίματα, και δώστου ραβέρσες και «μάζεψέ τους γιατί δεν το΄χουν σε τίποτα να πάθουν καμιά θλάση στα καλά καθούμενα», λέω στο Μιχάλη. Ο οποίος έχει βάλει ήδη την κάμερα να γράφει! Και δίνει κι οδηγίες! Σχετικά με το μπάσκετ! Και μετά παίρνει τον καθένα παράμερα κι έτσι, αφρισμένο, τον ρωτάει για τη συναυλία των Police στο Σπόρτινγκ! Κι όσο ο καθένας τους μιλάει στην κάμερα, από πίσω του, οι άλλοι δύο οργιάζουν! Ακούω τι λένε και βλέπω τι γίνεται –έχουμε κάποιες καταπληκτικές σκηνές τις οποίες δεν θα μπορούσε να φανταστεί σεναριογράφος. Γιατί αυτοί οι τύποι είναι σενάρια από μόνοι τους!
Φωτογραφία: Κατερίνα Αρχιμανδρίτου
 Βέβαια, ο καλός σκηνοθέτης είναι, αναγκαστικά, κακός άνθρωπος κι έτσι ο Μιχάλης αφού τους αφήνει να λυσσάξουν, τους πλευρίζει την ώρα που έχουν σωριαστεί δίπλα στο ψυγειάκι με τα νερά. «Ωραία το πήγατε παιδιά, ελάτε τώρα να το ξανακάνουμε!» Ο Θοδωρής ο Βλαχάκης γυρίζει προς το μέρος μου: «θέλετε να μας εξοντώσετε, έτσι;» ρωτάει –το παίζω κινέζος. Οι επόμενες σκηνές μπάσκετ-συνεντεύξεων είναι βγαλμένες κατευθείαν από το «Straight to Hell» του Alex Cox, όποιος έχει δει την ταινία θα καταλάβει, όποιος δεν την έχει δει θα νιώσει…  Θυμάμαι όσους αμφισβητούσαν το εγχείρημα της μυθοπλασίας με τη συμμετοχή και μελών συγκροτημάτων πέραν των ηθοποιών («σαν αγγούρια θα δείχνουν», μας είχαν πει από κάποια εταιρεία παραγωγής). Δίπλα μου είναι η Βάσω η Καμαράτου, «πώς σου φαίνονται;» τη ρωτάω, «δεν παίζονται με τίποτα!» λέει. Και περιμένει πότε θα διακοπεί το γύρισμα να πάει κι εκείνη να παίξει μαζί τους.
Η σκηνή γυρίζεται ακόμα μια φορά (η «ευτυχία» του να διαθέτεις μόνο μια κάμερα σε τέτοιου είδους γυρίσματα!) και πλέον οι καλλιτέχνες τα έχουν φτύσει. Γιατί δεν φτάνει που τους έχουμε να παίζουν μπάσκετ μέσα στο λιοπύρι, πρέπει ταυτοχρόνως και να καπνίζουν! Ο Πολυχρονόπουλος που είναι εντελώς Ευρωπαίος ο άνθρωπος έχει πάρει να γίνεται κατακόκκινος από τον ήλιο σαν Εγγλέζος τουρίστας, ο Μάστορης δείχνει οτι μπορεί να βγάλει ακόμα ένα ημίχρονο (εφόσον τον χρειάζεται η ομάδα) κι ο Βλαχάκης ψάχνει ευκαιρία να μας δηλώσει οτι καταρρέει αλλά κανένας σχεδόν δεν τον πιστεύει! «Μου είπε ο Θανάσης οτι έκανες κάποια εποχή κλασσικό μπαλέτο κι έλεγα να ξαναπάμε τη σκηνή με το μπάσκετ αλλά τώρα εσύ θα είσαι πίσω από τους υπόλοιπους και θα κάνεις πιρουέτες», του λέει ο Μιχάλης. «Δηλαδή, εκτός από έμφραγμα θες να πάθω ΚΑΙ εγκεφαλικό», λέει τρομοκρατημένος ο Βλαχάκης μέχρι να πάρει χαμπάρι οτι ο Μιχάλης του κάνει πλάκα.
Φωτογραφία: Κατερίνα Αρχιμανδρίτου

Τότε έρχεται η Όλυα. Κι αυτομάτως το συνεργείο μετατρέπεται σε θαυμαστές –την περικυκλώνουν, όλοι θέλουν να της μιλήσουν, όλοι νιώθουν δυναμωμένοι που την έχουν δίπλα τους –γίνεται η κατάσταση σα ν΄άνοιξες ένα παράθυρο σε ντουμανιασμένο δωμάτιο και να έφυγε ο καπνός με τη μία. Έρχεται κι ο Νίκος ο Λιάσκας, αυτό το καλό παιδί (που μου έφερε δυο λάιβ σε σιντί –των Antitroppau Council και την θρυλική συναυλία των Birthday Party στο Σπόρτινγκ), έρχεται μαζί του κι ένα ψιλόβροχο  (γιατί εκτός από καλό παιδί είναι και γκαντέμης βάζελος πανάθεμά τον !) «την πατήσαμε», σκέφτομαι, «πάει το γύρισμα». Είμαι ηλίθιος βεβαίως και το καταλαβαίνω όταν κοιτάζω γύρω μου. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσουν μια βροχή να τους χαλάσει τα πλάνα και γιατί όταν έρχεται η Όλυα για γύρισμα τα σύννεφα αποχωρούν υποκλινόμενα. Κι έτσι μένουμε να τη χαζεύουμε όσο κάνει τα πλάνα της, όσο αλλάζει εκφράσεις, στάσεις σώματος, περπάτημα και μετατρέπεται στο ονειρικό πλάσμα που περιγράφει το σενάριο.
Φωτογραφία: Κατερίνα Αρχιμανδρίτου
 Όταν η Όλυα τελειώνει και μας αποχαιρετά έχουμε ακόμα δυνάμεις (μετά από 5 ώρες στο λιοπύρι) για να γυρίσουμε τη σκηνή της Βάσως –ακόμα μια σκηνή που έχει φύγει από τα στενά όρια του σεναρίου κι έχει γίνει κάτι διαφορετικό –δυνατότερο, μεγαλύτερο. Όπως και οι συνεντεύξεις με τους τρεις αυτούς φοβερούς τύπους –ξεκινάνε από την απλή περιγραφή συναυλιών και εκτοξεύονται μέχρι την καταγραφή του συναισθήματος μιας γενιάς «με την πλάτη στον τοίχο».
Φωτογραφία: Κατερίνα Αρχιμανδρίτου
 Μένουν κάποιες σκηνές ακόμα, ο Μιχάλης βλέπει οτι όλοι έχουν φτάσει στα όριά τους, συνεννοούμαστε να μην τις κάνουμε. «Τους έχουμε τσακίσει –φτάνει», λέμε. Μάστορης, Βλαχάκης, Πολυχρονόπουλος, Καμαράτου μαζεύονται –«αρκετά», λέει ο Μιχάλης. «Έχετε κι άλλες σκηνές να γυρίσετε;» ρωτάνε. Έχουμε αλλά…. «Εντάξει, πάμε να τις κάνουμε», λένε με μια φωνή. Κοιταζόμαστε με το Μιχάλη. «Τι ‘ν΄αυτοί ρε! Αντί να τους ξεκάνουμε θα μας ξεκάνουν!» Από δίπλα κι ο ηχολήπτης, ο Δημήτρης ο Παπαδάκης. «Δεν θα έχουν μπλα-μπλα οι σκηνές, μπορείς να την κάνεις», του λέμε. «Θα έρθω μαζί σας για να γράφω ήχους δρόμου και εξωτερικών χώρων –τι, έτσι θα τις έχετε τις σκηνές;» απορεί. Χαμογελάω όπως όσοι ευτύχησαν να βρουν στην πορεία δικούς τους ανθρώπους για να μοιραστούν τα όνειρα στα ίσα.
Φωτογραφία: Κατερίνα Αρχιμανδρίτου
Φεύγουν για το Σπόρτινγκ κι εγώ, ως Υπεύθυνος Παραγωγής, αναλαμβάνω το επίπονο έργο να βρω ταβέρνα για να τσιμπήσουμε μετά το τέλος των γυρισμάτων. Εκπληρώνω την αποστολή μου με αξιοζήλευτη ευσυνειδησία –όταν έρχονται οι υπόλοιποι έχω ήδη καθαρίσει δυο μπύρες και μια ποικιλία (μικρή). Και μια τηγανιτές.
«Το σλόγκαν τού σημερινού γυρίσματος είναι ‘Κορίτσια ο Μάστορης’!» φωνάζει γελώντας ο Βλαχάκης κι απλωνόμαστε σ΄ένα μαγαζί που μοιάζει με καφενείο αλλά έχει τα κέρατά του από καλούδια! Μια χαμογελαστή κυρία αφού μας ζητάει συγνώμη που είναι μόνη στο μαγαζί («είπα στην κόρη μου και στο γαμπρό μου να φύγουν γιατί τέτοιες μέρες δεν έχουμε πολλή δουλειά», απολογείται) αρχίζει να κουβαλάει και δε μας προλαβαίνει! Είμαι τυχερός που έχω σαβουριάσει πριν πλακώσουν οι υπόλοιποι γιατί έχουν φέρει τις μνήμες της μηχανής και τις αδειάζουν, μεταφέροντας το υλικό, «δεν είμαι ακόμα ήσυχος –θέλω να δω πλάνα», μουρμουρίζει ο Μιχάλης, αρχίζουμε λοιπόν να βλέπουμε και κολλάμε. «Τώρα αρχίζω να ησυχάζω», λέει ο Μιχάλης κι εγώ έχω μείνει μαλάκας μ΄αυτά που βλέπω στην οθόνη του λάπτοπ. Είμαι πλέον σίγουρος οτι όταν αυτή η ταινία θα βγει στους σινεμάδες «θα πέσουν τα τσιμέντα» και αυτό το λέω απολύτως σοβαρά, χωρίς την παραμικρή δόση υπερβολής.
Φωτογραφία: Κατερίνα Αρχιμανδρίτου
 Δεν ξέρω πόση ώρα χαζεύουμε τα πλάνα αλλά μετά δεν μου κάνει όρεξη για φαγητό –νιώθω πλήρης ρε παιδί μου! Έχω φάει και μια ποικιλία (μικρή) –μην το ξεχνάς. Και τις τηγανιτές! Κάθομαι λοιπόν στην καρέκλα μου και χαζεύω αυτή την υπέροχη παρέα –τον Τάκη να διηγείται στη Βάσω και τη Βιργινία που τον ακούνε χαμογελαστές, τον Μάστορη να κοροϊδεύει, τον Βλαχάκη να μοιράζει συγχαρητήρια, το Νίκο με το Μιχάλη να σιγοκουβεντιάζουν κάνοντας σχέδια, την Έλενα με την Κατερίνα και τη Βάσω (τη γυναίκα μου) να γελάνε με κάποιο αστείο που μόνο αυτές ξέρουν…
Ώρες πριν, όταν ακόμα γινόταν το γύρισμα, είχε πλησιάσει ένας πιτσιρικάς την Αγρία Τριάδα, ένα μαυριδερό παιδί-λάστιχο (όχι μεγαλύτερο από 10 χρονών) με όρθιο μαλλί και τατουάζ στο μπράτσο. Ήθελε να μάθει τι γινόταν (ή να τους φάει την μπάλα του μπάσκετ –δεν κατάλαβα). «Αυτή αγόρι μου είναι μια ταινία, που θα πας να τη δεις στον κινηματογράφο», του είχε πει ο Κώστας ο Μάστορης. «Ναι; Πότε θα παιχτεί;» είχε ρωτήσει ο πιτσιρικάς. «Όταν θα είσαι φαντάρος», είχε πει ο Κώστας κι έπεσε τρελό γέλιο.
Το ξαναθυμήθηκα εκείνη τη στιγμή στην ταβέρνα. «Ρε Μάστορη –εντάξει, αργούμε τα γυρίσματα, αλλά τι σκατά θα κάνουμε όταν τελειώσουν; Τώρα ξέρουμε οτι θα μαζευτούμε για γύρισμα και αντέχουμε τον καιρό. Τι θα κάνουμε τότε;» τον ρώτησα.
«Γι΄αυτό σκας; Πάμε γι΄άλλα», μου απάντησαν σχεδόν μαζί ο Μάστορης, ο Μιχάλης ο Καφαντάρης κι ο Νίκος ο Χανιώτης.
Φωτογραφία: Κατερίνα Αρχιμανδρίτου
Μια τεράστια οθόνη τηλεόρασης είχε ανοίξει μπροστά μας, ο Ολυμπιακός έτρωγε 17 πόντους από τη Ρεάλ, το παιχνίδι πήγαινε για εξευτελισμό και (όσοι είμαστε φανατικοί γάβροι) κάναμε οτι δε βλέπαμε.

Βέβαια, όπως όλοι γνωρίζουν, τελικά ο Ολυμπιακός το γύρισε το παιχνίδι και κέρδισε τον τελικό με 12 πόντους διαφορά από τη Ρεάλ κι αυτή είναι μια ακόμα ιστορία για το πώς φτιάχνονται οι θρύλοι. Αλλά εκείνη την Κυριακή, η νίκη του Ολυμπιακού δεν ήταν η μοναδική θρυλική ιστορία που γράφτηκε. Ούτε η σημαντικότερη –για μένα τουλάχιστον –κι ας είμαι φόλα γάβρος….

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

"Εδώ υπάρχει τρακάρισμα"

Υπάρχουν παραγωγές και παραγωγές… Είναι αυτοί οι τύποι στην αλλοδαπή που σου λένε «κάνω μια ανεξάρτητη παραγωγή κι έχω μηδαμινό μπάτζετ» και εννοούν οτι διαθέτουν 200 χιλιάρικα, ας πούμε. Αναλόγως υπάρχουν και ελληνικές παραγωγές που διαθέτουν 50 χιλιάρικα ή 20 χιλιάρικα και λένε «το μπάτζετ μας είναι σχεδόν ανύπαρκτο». Η δική μας παραγωγή διαθέτει 0 χιλιάρικα –μαζεύουμε οτι χρήματα έχουμε και δεν έχουμε κι έτσι πάμε για γύρισμα, δανειζόμαστε μηχανήματα, αγγαρεύουμε γνωστούς και φίλους… Ξέρω όμως ένα πράγμα –όσο κι αν είναι το μπάτζετ σου το ίδιο κοστίζει στον θεατή το εισιτήριο όταν θα δει την ταινία στο σινεμά. Η δικαιολογία του χαμηλού, ή ανύπαρκτου, μπάτζετ δεν στέκει όταν ζητάς από τον θεατή να μπει στην αίθουσα –σε τελική ανάλυση αν δεν μπορείς να την κάνεις σωστά, ας μην κάνεις καθόλου την ταινία.

Όταν δούλευα το σενάριο του «Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο» γνώριζα οτι οι πόροι μας θα ήταν περιορισμένοι (στην καλύτερη περίπτωση). Το λογικότερο λοιπόν θα ήταν να βγει ένα σενάριο τυπικού ντοκυμαντέρ (συνεντεύξεις, πλάνα αρχείου, άντε και κάποια αφήγηση voice over –κλασικά πράγματα). Και το αστείο είναι οτι αν κάναμε ένα τέτοιο ντοκυμαντέρ θα είχαμε εξασφαλίσει και τη στήριξη κάποιας εταιρείας παραγωγής, «αφαιρέστε τη μυθοπλασία και το κάνουμε αμέσως», ήταν η συνηθέστερη απάντηση που παίρναμε. Επειδή, όταν πας στον άλλο και του λες οτι μέλη συγκροτημάτων θα ερμηνεύσουν σεναριακά κομμάτια, κουμπώνεται.
Εγώ τώρα είχα αυτή την άποψη, οτι οι μουσικοί έχουν εμπειρία στην ερμηνεία (αυτό κάνουν άλλωστε τόσα χρόνια πάνω στη σκηνή) –άποψη που, ομολογώ οτι, δεν ήταν δικιά μου –πρώτος την είχε διατυπώσει (και δοκιμάσει) ο Νίκος Νικολαϊδης. Είχα την άποψη, αλλά δεν είχα την εμπειρία –πώς δένεις μουσικούς με ηθοποιούς ας πούμε; Είχα κι αυτό το κόλλημα με την κεντρική ιδέα του ντοκυμαντέρ, δεν ήθελα δηλαδή απλώς να καταγράψουμε μια μουσική σκηνή, ενδιαφερόμουν να αποτυπωθεί το συναίσθημα, η κινητήρια δύναμη που οδήγησε αυτούς τους ανθρώπους σε μοναχικές πορείες μέσα από αφιλόξενες συνθήκες. Αν δεν ήταν ο Μιχάλης ο Καφαντάρης να μου πει «γίνεται –προχώρα», αν δεν ήταν ο Νίκος ο Χανιώτης να μου πει «δεν έχουν σημασία τα μέσα, η άποψη μετράει» θα είχα ενδώσει στη φωνή της λογικής ή θα είχα παρατήσει το ντοκυμαντέρ, το παραδέχομαι.
Μια συμβουλή που πήρα σχετικά με το σενάριο ήταν «γράψε ότι έχεις στο μυαλό σου και μην ασχολείσαι με το πώς θα υλοποιηθεί –αυτό είναι δουλειά του σκηνοθέτη». Δεν έχω συνηθίσει να δουλεύω έτσι. Μια ιδέα έπρεπε να μετατραπεί σε σενάριο, συνυπολόγιζα λοιπόν τα μέσα που διαθέτουμε και προσάρμοσα την ιδέα αναλόγως. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παίρνει το σενάριο ο Μιχάλης και να το απλώνει (αντί να το μαζεύει) –να του γράφω 3 και να κάνει 30, με απλά λόγια. Είμαι βέβαια τυχερός γιατί ο Μιχάλης τα καταφέρνει μια χαρά και στη σεναριακή δομή εκτός από τη σκηνοθεσία. Τα αναφέρω όλα αυτά σαν πρόλογο –επειδή θα αναφερθώ σε γυρίσματα μυθοπλασίας στη συνέχεια.


Είχα ετοιμάσει λοιπόν μια σκηνή τρακαρίσματος μοτοσυκλετών –την είχα γράψει περισσότερο υπαινικτική και λιγότερο παραστατική (είπαμε πώς δουλεύω) εφόσον ήξερα οτι δεν διαθέτουμε τα μέσα. Αυτή ήταν η μια από τις σκηνές που γυρίσαμε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο και φυσικά ο Μιχάλης την πήρε από το 3 και την πήγε στο 300. Όχι μόνος του βέβαια…. Στο συνεργείο προστέθηκε ο Αντρέας ο Μανίτης, φίλος παλιός, που με είχε βοηθήσει και στην αρχή του ντοκυμαντέρ για να έχω ένα πρώτο δείγμα του τι ήθελα να κάνω. Το ρεπεράζ είχε γίνει από τον Μιχάλη μαζί με τον Βασίλη τον Ζερβακάκη –το συνεργείο δούλευε από το πρωί στα γυρίσματα του «Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Τέλης Στεφανής», του άλλου ντοκυμαντέρ που κάνει, παράλληλα, ο Μιχάλης. Ήταν ήδη απόγευμα όταν έφτασα μαζί με την Άντα τη Λαμπάρα, τη Βιργινία την Κλαστάδα (που θα έπαιζαν στη σκηνή) και τη Βάσω την Καμαράτου (που δεν είχε γύρισμα, αλλά είναι θίασος τα κορίτσια αυτά –κινούνται συντεταγμένα).
Στήσαμε τις κάμερες, ρίξαμε τα μηχανάκια, γεμίσαμε τη Βιργινία με αίματα, σπάσαμε ένα παλιό κράνος μου, κυλίσαμε στα χώματα ένα γάντι μου (αυτό με πόνεσε γιατί τα χρησιμοποιώ ακόμα τα γάντια), ο Μιχάλης εξήγησε τη σκηνή και ξεκινήσαμε. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα ήταν οτι, κατά πάσα πιθανότητα, θα είχαμε και κάποιο αληθινό τρακάρισμα –οι οδηγοί που πέρναγαν από τη λεωφόρο δίπλα μας στραβολαίμιαζαν χαζεύοντας το σκηνικό, «τώρα θα φύγει κανένας τους και θα μπει στο αντίθετο ρεύμα», σκεφτόμουν. 

Σε κάποια στιγμή, έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μας μια κοπέλα. «Τι κάνετε εδώ; Να βοηθήσω;» ρωτάει. Άλλο που δεν ήθελε ο Μιχάλης. «Ξεκίνα από το πεζοδρόμιο, θα πηγαίνεις μέχρι τη χτυπημένη κοπέλα μαζί με τους υπόλοιπους, για να δείξουμε πόδια», της λέει. Μέσα η κοπέλα, μέσα κι εμείς που κάνουμε τους κομπάρσους –βγαίνει το πλάνο –δοκιμάζει κάτι ακόμα ο Μιχάλης. «Πήγαινε να καθίσεις στη στάση εκεί πέρα και ξαφνικά θα πετάγεσαι και θα τρέχεις να δεις τι έγινε», λέει στην κοπέλα. Το κάνει αυτή –άψογα. Νέα οδηγία: «κάτσε δίπλα στη χτυπημένη και κάνε οτι τηλεφωνείς στο ασθενοφόρο». Αστέρι η κοπέλα, τρίβουμε τα μάτια μας, «από πού ήρθε αυτή ρε σεις –κρατήστε το τηλέφωνό της θα την ξαναχρειαστούμε», μας λέει ο Μιχάλης.
Τα εξωτερικά γυρίσματα με αγχώνουν, ξέρω οτι πρέπει να προλάβεις το φως, οτι δεν έχεις που να φορτίσεις τις μπαταρίες, δεν έχεις που να βαφτούν οι ηθοποιοί, που ν΄αλλάξουν… Τριγυρίζω λοιπόν ανήσυχος όσο το συνεργείο ξεπετάει τα πλάνα ακολουθώντας τους δικούς του χρόνους. «Προσέξτε ρε σεις πώς περνάτε τη λεωφόρο, μην έχουμε τα καλά του Αγγελόπουλου εδώ πέρα!» γκρινιάζω.
Δυο παιδιά με μηχανή σταματάνε κοντά μας και κοιτάζουν όλο περιέργεια, «φίλε, θέλεις να σηκώσεις την πεσμένη κοπέλα;» ρωτάει τον ένα ο Μιχάλης. Έρχεται ο φίλος, η Άντα είναι πεσμένη ανάμεσα στις μηχανές, την πιάνει και τη σηκώνει σαν τσουβάλι –λύνεται στα γέλια η Άντα, το ξαναπάμε άλλη μία. 

 Κάποια γριούλα με παπί και κρεμασμένες σακούλες περνάει από μπροστά μας, σταματάει να δει τι γίνεται. «Θέλεις να σε τραβήξουμε;» τη ρωτάει ο Μιχάλης. «Τι πρέπει να κάνω;» ρωτάει η γριούλα. «Απλώς θα περνάς με το παπί και θα σταματάς να δεις τι έγινε. Δεν έχουμε ήχο, αλλά άμα θέλεις να μιλάς κιόλας, ακόμα καλύτερα –για να δείχνει πιο φυσικό». Και το κάνει η γριούλα, μπαίνει στο πλάνο, φρενάρει, κοιτάζει την Βιργινία που κάθεται μέσα στα αίματα, «σε τράκαραν;» τη ρωτάει, «είσαι καλά; δε σταμάτησε ο οδηγός ε; τους ξέρω εγώ κάτι τέτοιους, είναι παλιάνθρωποι, μην ανησυχείς, δεν έχεις τίποτα, θα γίνεις καλά, έρχεται το ασθενοφόρο». Και μετά η γριούλα φεύγει, με τις σακούλες της και το παπί της!


Το γύρισμα τελειώνει, μαζεύουμε χαζολογώντας. Μιλάω με τη Βάσω την Καμαράτου αλλά συνειδητοποιώ οτι δεν με προσέχει –κάτι άλλο κοιτάζει. Γυρίζω κι εγώ και βλέπω τον Αντρέα τον Μανίτη να έχει αγκαλιάσει την κοπέλα που ήρθε από το πουθενά, έπαιξε στα πρώτα πλάνα κι έχει μείνει ακόμα μαζί μας! «Τι γίνεται εδώ;» ρωτάει η Βάσω. Η Αντρέας ξεκαρδίζεται στα γέλια, «αυτή είναι η φίλη μου η Ελεάννα», μας λέει, «αλλά της είπα να το παίξει άγνωστη –τσιμπήσατε, έτσι;» Σε λίγο έρχεται κι ο Μιχάλης για να ευχαριστήσει την άγνωστη κοπέλα που μας βοήθησε –πέφτει τρελό γέλιο.

Κοιτάζω τα παιδιά του συνεργείου –γυρίζουν από το πρωί και έχει βραδιάσει πλέον, τώρα που τελείωσε η δουλειά δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους. Κλείνουμε ραντεβού για την επόμενη μέρα και χωρίζουμε –τους παρακολουθώ να χάνονται σε διαφορετικές πλευρές της λεωφόρου νιώθοντας κάπως άδειος, λες και δεν θα τους ξαναδώ την επόμενη μέρα…

Καινούργια μέρα, καινούργια σκηνή –πάλι μυθοπλασία. Ευτυχώς η σκηνή θα γυριστεί σε εσωτερικό χώρο, νιώθω πιο άνετα, παίρνω όσο περισσότερους μπορώ με το αυτοκίνητό μου, η Βάσω η Καμαράτου που θα παίξει τη σκηνή είναι χάλια. Την βλέπω από τον καθρέφτη, γερμένη στο πίσω κάθισμα με κλειστά μάτια –ένας διαβολεμένος πονοκέφαλος την έχει τσακίσει –μοιάζει με κοριτσάκι που το τραβολογάνε οι γονείς του σε βαρετό ξενύχτι….
«Μπορείς να παίξεις; Μήπως να το αναβάλλουμε;» τη ρωτάω. Η Βιργινία είναι δίπλα της, «μην ανησυχείς, θα τα καταφέρει», μου λέει.

Φτάνουμε στο σπίτι που θα γίνει το γύρισμα –ο Μιχάλης είναι ήδη εκεί, το συνεργείο μαζεύεται. Η σκηνή δεν χρειάζεται πολλά πράγματα, στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην ερμηνεία της Βάσως. Έχω διαλέξει το συγκεκριμένο σπίτι για γύρισμα επειδή ξέρω οτι μας αγαπάνε εκεί, ξέρω οτι όλοι θα νιώσουν όμορφα –είναι αυτό που οι πνευματικοί άνθρωποι ονομάζουν «καλή ενέργεια». Εγώ το λέω, «υπέροχοι εσπρέσο, παγωμένες μπύρες και ατέλειωτες αγκαλιές» -πράγμα που κάνει ακριβώς το ίδιο.
Όταν στήνεται το σκηνικό η Βάσω είναι έτοιμη –δεν μπορείς να καταλάβεις με τίποτα οτι πριν 20 λεπτά ήταν κουρέλι. Πηγαινοέρχεται μέσα στο πλάνο, κάνει αστεία με το συνεργείο, ακούει τις οδηγίες του Μιχάλη και προσαρμόζει τις κινήσεις και τις εκφράσεις της –κάθομαι πιο πίσω και την χαζεύω, γιατί αυτή η κοπέλα έχει τόση ενέργεια μέσα της που θα μπορούσε εύκολα να κάψει το φιλμ (ευτυχώς, δηλαδή, που γυρίζουμε ψηφιακά!) Φυσικά, η πανταχού παρούσα σκιά μου μπαίνει μέσα στο πλάνο και τους καταστρέφω κάνα δυο λήψεις –ο Μιχάλης μας κλειδώνει, όσους δεν έχουμε άμεση εμπλοκή στο γύρισμα, σ΄ένα δωμάτιο του σπιτιού.
Βγαίνουμε μετά από καμιά ώρα γιατί κοντεύουμε να πάθουμε κλειστοφοβία –το συνεργείο γυρίζει ακόμα –ο Μιχάλης μαζεύει υλικό που εμένα μου φαίνεται άσχετο με το θέμα και παλιότερα εκνευριζόμουν («μα τι τα θέλει όλα αυτά;») μέχρι που είδα το πρώτο βίντεο που είχε φτιάξει και κατάλαβα οτι «άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα του σκηνοθέτη». 

 Έχει νυχτώσει για τα καλά όταν επιστρέφω σπίτι, έχουμε περάσει ακόμα ένα Σαββατοκύριακο σε γυρίσματα, έχουμε εξουθενωθεί και η εργάσιμη βδομάδα αρχίζει σε λίγες ώρες. Αλλά κανένας δεν παραπονιέται κι εγώ θυμάμαι αυτό που λέει συχνά ο Μιχάλης όταν προετοιμαζόμαστε για γύρισμα: «Φίλε, αν δεν είχαμε την ταινία, δεν θα υπήρχε τίποτα να με κρατάει για ν΄αντέξω τη βδομάδα».
Συμφωνώ.

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Free WordPress Themes | Background by Toolbox | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Enterprise Project Management