Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

"Εδώ υπάρχει τρακάρισμα"

Υπάρχουν παραγωγές και παραγωγές… Είναι αυτοί οι τύποι στην αλλοδαπή που σου λένε «κάνω μια ανεξάρτητη παραγωγή κι έχω μηδαμινό μπάτζετ» και εννοούν οτι διαθέτουν 200 χιλιάρικα, ας πούμε. Αναλόγως υπάρχουν και ελληνικές παραγωγές που διαθέτουν 50 χιλιάρικα ή 20 χιλιάρικα και λένε «το μπάτζετ μας είναι σχεδόν ανύπαρκτο». Η δική μας παραγωγή διαθέτει 0 χιλιάρικα –μαζεύουμε οτι χρήματα έχουμε και δεν έχουμε κι έτσι πάμε για γύρισμα, δανειζόμαστε μηχανήματα, αγγαρεύουμε γνωστούς και φίλους… Ξέρω όμως ένα πράγμα –όσο κι αν είναι το μπάτζετ σου το ίδιο κοστίζει στον θεατή το εισιτήριο όταν θα δει την ταινία στο σινεμά. Η δικαιολογία του χαμηλού, ή ανύπαρκτου, μπάτζετ δεν στέκει όταν ζητάς από τον θεατή να μπει στην αίθουσα –σε τελική ανάλυση αν δεν μπορείς να την κάνεις σωστά, ας μην κάνεις καθόλου την ταινία.

Όταν δούλευα το σενάριο του «Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο» γνώριζα οτι οι πόροι μας θα ήταν περιορισμένοι (στην καλύτερη περίπτωση). Το λογικότερο λοιπόν θα ήταν να βγει ένα σενάριο τυπικού ντοκυμαντέρ (συνεντεύξεις, πλάνα αρχείου, άντε και κάποια αφήγηση voice over –κλασικά πράγματα). Και το αστείο είναι οτι αν κάναμε ένα τέτοιο ντοκυμαντέρ θα είχαμε εξασφαλίσει και τη στήριξη κάποιας εταιρείας παραγωγής, «αφαιρέστε τη μυθοπλασία και το κάνουμε αμέσως», ήταν η συνηθέστερη απάντηση που παίρναμε. Επειδή, όταν πας στον άλλο και του λες οτι μέλη συγκροτημάτων θα ερμηνεύσουν σεναριακά κομμάτια, κουμπώνεται.
Εγώ τώρα είχα αυτή την άποψη, οτι οι μουσικοί έχουν εμπειρία στην ερμηνεία (αυτό κάνουν άλλωστε τόσα χρόνια πάνω στη σκηνή) –άποψη που, ομολογώ οτι, δεν ήταν δικιά μου –πρώτος την είχε διατυπώσει (και δοκιμάσει) ο Νίκος Νικολαϊδης. Είχα την άποψη, αλλά δεν είχα την εμπειρία –πώς δένεις μουσικούς με ηθοποιούς ας πούμε; Είχα κι αυτό το κόλλημα με την κεντρική ιδέα του ντοκυμαντέρ, δεν ήθελα δηλαδή απλώς να καταγράψουμε μια μουσική σκηνή, ενδιαφερόμουν να αποτυπωθεί το συναίσθημα, η κινητήρια δύναμη που οδήγησε αυτούς τους ανθρώπους σε μοναχικές πορείες μέσα από αφιλόξενες συνθήκες. Αν δεν ήταν ο Μιχάλης ο Καφαντάρης να μου πει «γίνεται –προχώρα», αν δεν ήταν ο Νίκος ο Χανιώτης να μου πει «δεν έχουν σημασία τα μέσα, η άποψη μετράει» θα είχα ενδώσει στη φωνή της λογικής ή θα είχα παρατήσει το ντοκυμαντέρ, το παραδέχομαι.
Μια συμβουλή που πήρα σχετικά με το σενάριο ήταν «γράψε ότι έχεις στο μυαλό σου και μην ασχολείσαι με το πώς θα υλοποιηθεί –αυτό είναι δουλειά του σκηνοθέτη». Δεν έχω συνηθίσει να δουλεύω έτσι. Μια ιδέα έπρεπε να μετατραπεί σε σενάριο, συνυπολόγιζα λοιπόν τα μέσα που διαθέτουμε και προσάρμοσα την ιδέα αναλόγως. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παίρνει το σενάριο ο Μιχάλης και να το απλώνει (αντί να το μαζεύει) –να του γράφω 3 και να κάνει 30, με απλά λόγια. Είμαι βέβαια τυχερός γιατί ο Μιχάλης τα καταφέρνει μια χαρά και στη σεναριακή δομή εκτός από τη σκηνοθεσία. Τα αναφέρω όλα αυτά σαν πρόλογο –επειδή θα αναφερθώ σε γυρίσματα μυθοπλασίας στη συνέχεια.


Είχα ετοιμάσει λοιπόν μια σκηνή τρακαρίσματος μοτοσυκλετών –την είχα γράψει περισσότερο υπαινικτική και λιγότερο παραστατική (είπαμε πώς δουλεύω) εφόσον ήξερα οτι δεν διαθέτουμε τα μέσα. Αυτή ήταν η μια από τις σκηνές που γυρίσαμε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο και φυσικά ο Μιχάλης την πήρε από το 3 και την πήγε στο 300. Όχι μόνος του βέβαια…. Στο συνεργείο προστέθηκε ο Αντρέας ο Μανίτης, φίλος παλιός, που με είχε βοηθήσει και στην αρχή του ντοκυμαντέρ για να έχω ένα πρώτο δείγμα του τι ήθελα να κάνω. Το ρεπεράζ είχε γίνει από τον Μιχάλη μαζί με τον Βασίλη τον Ζερβακάκη –το συνεργείο δούλευε από το πρωί στα γυρίσματα του «Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Τέλης Στεφανής», του άλλου ντοκυμαντέρ που κάνει, παράλληλα, ο Μιχάλης. Ήταν ήδη απόγευμα όταν έφτασα μαζί με την Άντα τη Λαμπάρα, τη Βιργινία την Κλαστάδα (που θα έπαιζαν στη σκηνή) και τη Βάσω την Καμαράτου (που δεν είχε γύρισμα, αλλά είναι θίασος τα κορίτσια αυτά –κινούνται συντεταγμένα).
Στήσαμε τις κάμερες, ρίξαμε τα μηχανάκια, γεμίσαμε τη Βιργινία με αίματα, σπάσαμε ένα παλιό κράνος μου, κυλίσαμε στα χώματα ένα γάντι μου (αυτό με πόνεσε γιατί τα χρησιμοποιώ ακόμα τα γάντια), ο Μιχάλης εξήγησε τη σκηνή και ξεκινήσαμε. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα ήταν οτι, κατά πάσα πιθανότητα, θα είχαμε και κάποιο αληθινό τρακάρισμα –οι οδηγοί που πέρναγαν από τη λεωφόρο δίπλα μας στραβολαίμιαζαν χαζεύοντας το σκηνικό, «τώρα θα φύγει κανένας τους και θα μπει στο αντίθετο ρεύμα», σκεφτόμουν. 

Σε κάποια στιγμή, έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μας μια κοπέλα. «Τι κάνετε εδώ; Να βοηθήσω;» ρωτάει. Άλλο που δεν ήθελε ο Μιχάλης. «Ξεκίνα από το πεζοδρόμιο, θα πηγαίνεις μέχρι τη χτυπημένη κοπέλα μαζί με τους υπόλοιπους, για να δείξουμε πόδια», της λέει. Μέσα η κοπέλα, μέσα κι εμείς που κάνουμε τους κομπάρσους –βγαίνει το πλάνο –δοκιμάζει κάτι ακόμα ο Μιχάλης. «Πήγαινε να καθίσεις στη στάση εκεί πέρα και ξαφνικά θα πετάγεσαι και θα τρέχεις να δεις τι έγινε», λέει στην κοπέλα. Το κάνει αυτή –άψογα. Νέα οδηγία: «κάτσε δίπλα στη χτυπημένη και κάνε οτι τηλεφωνείς στο ασθενοφόρο». Αστέρι η κοπέλα, τρίβουμε τα μάτια μας, «από πού ήρθε αυτή ρε σεις –κρατήστε το τηλέφωνό της θα την ξαναχρειαστούμε», μας λέει ο Μιχάλης.
Τα εξωτερικά γυρίσματα με αγχώνουν, ξέρω οτι πρέπει να προλάβεις το φως, οτι δεν έχεις που να φορτίσεις τις μπαταρίες, δεν έχεις που να βαφτούν οι ηθοποιοί, που ν΄αλλάξουν… Τριγυρίζω λοιπόν ανήσυχος όσο το συνεργείο ξεπετάει τα πλάνα ακολουθώντας τους δικούς του χρόνους. «Προσέξτε ρε σεις πώς περνάτε τη λεωφόρο, μην έχουμε τα καλά του Αγγελόπουλου εδώ πέρα!» γκρινιάζω.
Δυο παιδιά με μηχανή σταματάνε κοντά μας και κοιτάζουν όλο περιέργεια, «φίλε, θέλεις να σηκώσεις την πεσμένη κοπέλα;» ρωτάει τον ένα ο Μιχάλης. Έρχεται ο φίλος, η Άντα είναι πεσμένη ανάμεσα στις μηχανές, την πιάνει και τη σηκώνει σαν τσουβάλι –λύνεται στα γέλια η Άντα, το ξαναπάμε άλλη μία. 

 Κάποια γριούλα με παπί και κρεμασμένες σακούλες περνάει από μπροστά μας, σταματάει να δει τι γίνεται. «Θέλεις να σε τραβήξουμε;» τη ρωτάει ο Μιχάλης. «Τι πρέπει να κάνω;» ρωτάει η γριούλα. «Απλώς θα περνάς με το παπί και θα σταματάς να δεις τι έγινε. Δεν έχουμε ήχο, αλλά άμα θέλεις να μιλάς κιόλας, ακόμα καλύτερα –για να δείχνει πιο φυσικό». Και το κάνει η γριούλα, μπαίνει στο πλάνο, φρενάρει, κοιτάζει την Βιργινία που κάθεται μέσα στα αίματα, «σε τράκαραν;» τη ρωτάει, «είσαι καλά; δε σταμάτησε ο οδηγός ε; τους ξέρω εγώ κάτι τέτοιους, είναι παλιάνθρωποι, μην ανησυχείς, δεν έχεις τίποτα, θα γίνεις καλά, έρχεται το ασθενοφόρο». Και μετά η γριούλα φεύγει, με τις σακούλες της και το παπί της!


Το γύρισμα τελειώνει, μαζεύουμε χαζολογώντας. Μιλάω με τη Βάσω την Καμαράτου αλλά συνειδητοποιώ οτι δεν με προσέχει –κάτι άλλο κοιτάζει. Γυρίζω κι εγώ και βλέπω τον Αντρέα τον Μανίτη να έχει αγκαλιάσει την κοπέλα που ήρθε από το πουθενά, έπαιξε στα πρώτα πλάνα κι έχει μείνει ακόμα μαζί μας! «Τι γίνεται εδώ;» ρωτάει η Βάσω. Η Αντρέας ξεκαρδίζεται στα γέλια, «αυτή είναι η φίλη μου η Ελεάννα», μας λέει, «αλλά της είπα να το παίξει άγνωστη –τσιμπήσατε, έτσι;» Σε λίγο έρχεται κι ο Μιχάλης για να ευχαριστήσει την άγνωστη κοπέλα που μας βοήθησε –πέφτει τρελό γέλιο.

Κοιτάζω τα παιδιά του συνεργείου –γυρίζουν από το πρωί και έχει βραδιάσει πλέον, τώρα που τελείωσε η δουλειά δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους. Κλείνουμε ραντεβού για την επόμενη μέρα και χωρίζουμε –τους παρακολουθώ να χάνονται σε διαφορετικές πλευρές της λεωφόρου νιώθοντας κάπως άδειος, λες και δεν θα τους ξαναδώ την επόμενη μέρα…

Καινούργια μέρα, καινούργια σκηνή –πάλι μυθοπλασία. Ευτυχώς η σκηνή θα γυριστεί σε εσωτερικό χώρο, νιώθω πιο άνετα, παίρνω όσο περισσότερους μπορώ με το αυτοκίνητό μου, η Βάσω η Καμαράτου που θα παίξει τη σκηνή είναι χάλια. Την βλέπω από τον καθρέφτη, γερμένη στο πίσω κάθισμα με κλειστά μάτια –ένας διαβολεμένος πονοκέφαλος την έχει τσακίσει –μοιάζει με κοριτσάκι που το τραβολογάνε οι γονείς του σε βαρετό ξενύχτι….
«Μπορείς να παίξεις; Μήπως να το αναβάλλουμε;» τη ρωτάω. Η Βιργινία είναι δίπλα της, «μην ανησυχείς, θα τα καταφέρει», μου λέει.

Φτάνουμε στο σπίτι που θα γίνει το γύρισμα –ο Μιχάλης είναι ήδη εκεί, το συνεργείο μαζεύεται. Η σκηνή δεν χρειάζεται πολλά πράγματα, στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην ερμηνεία της Βάσως. Έχω διαλέξει το συγκεκριμένο σπίτι για γύρισμα επειδή ξέρω οτι μας αγαπάνε εκεί, ξέρω οτι όλοι θα νιώσουν όμορφα –είναι αυτό που οι πνευματικοί άνθρωποι ονομάζουν «καλή ενέργεια». Εγώ το λέω, «υπέροχοι εσπρέσο, παγωμένες μπύρες και ατέλειωτες αγκαλιές» -πράγμα που κάνει ακριβώς το ίδιο.
Όταν στήνεται το σκηνικό η Βάσω είναι έτοιμη –δεν μπορείς να καταλάβεις με τίποτα οτι πριν 20 λεπτά ήταν κουρέλι. Πηγαινοέρχεται μέσα στο πλάνο, κάνει αστεία με το συνεργείο, ακούει τις οδηγίες του Μιχάλη και προσαρμόζει τις κινήσεις και τις εκφράσεις της –κάθομαι πιο πίσω και την χαζεύω, γιατί αυτή η κοπέλα έχει τόση ενέργεια μέσα της που θα μπορούσε εύκολα να κάψει το φιλμ (ευτυχώς, δηλαδή, που γυρίζουμε ψηφιακά!) Φυσικά, η πανταχού παρούσα σκιά μου μπαίνει μέσα στο πλάνο και τους καταστρέφω κάνα δυο λήψεις –ο Μιχάλης μας κλειδώνει, όσους δεν έχουμε άμεση εμπλοκή στο γύρισμα, σ΄ένα δωμάτιο του σπιτιού.
Βγαίνουμε μετά από καμιά ώρα γιατί κοντεύουμε να πάθουμε κλειστοφοβία –το συνεργείο γυρίζει ακόμα –ο Μιχάλης μαζεύει υλικό που εμένα μου φαίνεται άσχετο με το θέμα και παλιότερα εκνευριζόμουν («μα τι τα θέλει όλα αυτά;») μέχρι που είδα το πρώτο βίντεο που είχε φτιάξει και κατάλαβα οτι «άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα του σκηνοθέτη». 

 Έχει νυχτώσει για τα καλά όταν επιστρέφω σπίτι, έχουμε περάσει ακόμα ένα Σαββατοκύριακο σε γυρίσματα, έχουμε εξουθενωθεί και η εργάσιμη βδομάδα αρχίζει σε λίγες ώρες. Αλλά κανένας δεν παραπονιέται κι εγώ θυμάμαι αυτό που λέει συχνά ο Μιχάλης όταν προετοιμαζόμαστε για γύρισμα: «Φίλε, αν δεν είχαμε την ταινία, δεν θα υπήρχε τίποτα να με κρατάει για ν΄αντέξω τη βδομάδα».
Συμφωνώ.

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Free WordPress Themes | Background by Toolbox | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Enterprise Project Management