Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

" Η ΚΛΕΜΜΕΝΗ ΚΑΣΣΕΤΑ" μια σκηνή όλο κλισέ και συμβολισμούς



Η δουλειά μου ως σκηνοθέτης στην ταινία «ΕΔΩ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΣΥΛΟ» είναι να γυρίζω τις σκηνές και όχι να γράφω γι’αυτές.
«Αν οι σκηνές γυριστούν όπως πρέπει δεν χρειάζονται λόγια, μιλάει για μένα η δουλειά μου.»
Εντάξει, το κλισέ είναι γνωστό και πρέπει να το λέω που και που για να δείξω ότι δεν είμαι χαβαλές -παίρνω στα σοβαρά το ρόλο του σκηνοθέτη, αλλά θα αναγκαστώ να το αφήσω στην άκρη στη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί η «σκηνή 5 σεκάνς 3» ή αλλιώς « Η κλεμμένη κασσέτα» που λέμε μεταξύ μας για να συνεννοούμαστε στα γυρίσματα, είναι από τις σκηνές μυθοπλασίας που επιλέχτηκαν για «τίζερ». Όχι τυχαία.
Φυσικά προς το παρόν είναι μονταρισμένη  με τη λογική διαφημιστικού που λέει ότι πρέπει να το δεις, να μη καταλάβεις Χριστό και οι απορίες να σου λυθούν μετά όταν θα παρακολουθήσεις ολοκληρωμένη την ταινία.

Η σκηνή είναι κάργα στον συμβολισμό και το κλισέ.

Μια κοπέλα ( Βάσω Καμαράτου ) παιδί της γενιάς του '90 «κοιμάται αμέριμνη» πάνω σε «κόκκινα και μαύρα» σεντόνια. Στο σαλόνι μέσα σε ένα «παλιό έπιπλο» έχει καταχωνιάσει ενθύμια και προσωπικά αντικείμενα μιας γυναίκας η οποία (συμβολικά και από άποψης κοσμοαντίληψης) θα μπορούσε να είναι μητέρα της (Όλυα Λαζαρίζου) που απ’ότι φαίνεται υπήρξε  παιδί της γενιάς του '70 και με αριστερό παρελθόν. Την ίδια ώρα βλέπουμε μια άλλη κοπέλα με «κόκκινο»  πέτσινο (Βιργινία Κλαστάδα) να ψάχνει. Για  να είμαι ειλικρινής, εγώ στη θέση της θα έπαιρνα τουλάχιστον έναν δίσκο, μέσα σε τόσα αντικείμενα, αλλά αυτή ενώ ετοιμάζεται να φύγει από το σπίτι, επιλέγει τελικά μια «ασήμαντη πλαστική κασσέτα»  από τις αμέτρητες  που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο τη δεκαετία του '80 και αφήνει πίσω το κουτί  επιδεικτικά  για να γίνει αντιληπτή  η απουσία. Το κορίτσι βρίσκει το άδειο κουτί της κασσέτας  και ξαφνικά, ένα αντικείμενο  που μέχρι τώρα φαίνεται να αγνοούσε πως υπάρχει  μέσα στα «κειμήλια του παρελθόντος» αρχίζει να την απασχολεί  και αυτό δημιουργεί κάποιο κίνητρο που χρειάζεται από άποψη σεναρίου για να  ξεκινήσει να ψάχνεται.
Το κλισέ στη σκηνή είναι προφανές. Ο συμβολισμός που είναι;
Όσοι  γνωρίζουν για την Ανεξάρτητη σκηνή του '80 στην Ελλάδα  ξέρουν τι ψάχνουν να βρουν στην ταινία και αν κάτι λείπει θα το καταλάβουν. Όσους όμως δεν ξέρουν τίποτα σχετικά με το θέμα  (ναι, υπάρχει και τέτοια φυλή θεατών) και επιλέξουν τελικά να κάνουν μια βουτιά στο άγνωστο παρελθόν λόγω του βασικού θέματος της ταινίας, η σκηνή της «κλεμμένης κασσέτας» τους αφορά περισσότερο. Ο ρόλος της κοπέλας  που βρίσκει αφορμή να στρέψει το βλέμμα προς τα πίσω χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει, συμβολίζει και αυτούς.  Θα την ακολουθήσουν λοιπόν στην νοσταλγική (από την πλευρά της πάντα) αναζήτηση  και στο δρόμο, μοιραία, θα πέσουν όπως και εκείνη, πάνω σε κάτι παράξενους τύπους που δεν θα την εμποδίσουν αλλά μάλλον θα την μπερδέψουν σχετικά με τις «παλιές, καλές εποχές» τις οποίες ψάχνει.  Αυτοί οι τύποι ανήκουν σε ένα ιδιαίτερο κομμάτι της λεγόμενης «γενιάς του 80». Αυτοί λοιπόν, για κάποιους λόγους που θα ακούσουμε από το στόμα των ίδιων, αντιπάθησαν από την αρχή τα κλισέ  και «ξέχασαν να ζητήσουν 'Άσυλο'» . Αγάπησαν παράφορα τον συμβολισμό  όμως -για να μπορέσουν να σταθούν κάτω από τον «ευδαιμονικό ήλιο του ΠΑΣΟΚ» που έτυχε να ανατείλει στη γενιά τους και που έκαιγε επικίνδυνα.  Αυτός  ο συχνά βίαιος συμβολισμός  που ξεβράζεται άναρχα, σαν διαμαρτυρία μέσα από τον ήχο της Ανεξάρτητης ελληνικής σκηνής του '80 συνόδεψε από την αρχή μέχρι το τέλος μια δεκαετία και μαζί μια εποχή κι αυτό είναι κάτι που η ταινία οφείλει να καταγράψει ακόμα και αν σήμερα,  όπως λέει και το κλισέ, «έχουμε Δημοκρατία»  και «δεν υπάρχουν λόγοι διαμαρτυρίας».
Ο συμβολισμός είναι "μπανάλ" γενικώς, συμφωνώ,  αλλά δεν μπορείς να τον αποφύγεις τον γαμημένο.
Από την ώρα που ξυπνάς μέχρι την ώρα που κοιμάσαι, ότι κάνεις, λες και σκέφτεσαι κρύβει ένα σύμβολο από πίσω. Ο ίδιος σου ο εαυτός συμβολίζει κάτι. Η ζωή μπορεί επίσης να γίνει μπανάλ, κοινότοπη, κλισέ, ανά πάσα στιγμή. Και τότε αν αυτά που κάνεις, λες και σκέφτεσαι δεν σημαίνουν κάτι, θα γίνει ανυπόφορη.
Εντάξει πάλι κλισέ είπα αλλά καμιά φορά τα κλισέ λειτουργούν μια χαρά.
Η σκηνή 5 σεκάνς 3 ή αλλιώς  «η σκηνή της κλεμμένης κασσέτας» είναι σημαντική για την ταινία «ΕΔΩ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΣΥΛΟ» γιατί εκτός των άλλων εστιάζει στην κασσέτα σαν αντικείμενο που υπήρξε ανέκαθεν το σύμβολο της D.Ι.Υ.( Do It Yourself) τακτικής  στην οποία κατέφυγε η Ανεξάρτητη Σκηνή του '80 για να διαδώσει τον ήχο της, όταν κατάλαβε ότι οι δισκογραφικές εταιρίες  δεν πρόκειται να το κάνουν.
Πάνω απ’όλα όμως συμβολίζει ένα διαχρονικό κλισέ που θα σχετίζεται πάντα με το ροκ & ρολλ σε όλες του τις αποχρώσεις και είναι αυτό που λέει ότι «τα σκουπίδια του ενός είναι ο ανεκτίμητος θησαυρός του άλλου»

Μ. Καφαντάρης

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Stress για την αντιμετώπιση του άγχους


Πριν από οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να ξεκαθαρίσω οτι οι Stress υπήρξαν το συγκρότημα της περιοχής μου –οι δικοί μου άνθρωποι. Είχαμε κοινές παρέες, κοινά στέκια, ίδια ηλικία –ακόμα θυμάμαι την καφετέρια που σύχναζα πιτσιρικάς να σηκώνεται στο πόδι για να ακολουθήσει μια συναυλία των Stress. Επειδή τότε, το ’80, έτσι ήταν τα πράγματα –οι συνοικίες μετακινούνταν σε ρυθμό απόβασης, ταξίδι κανονικό από τα νότια για να φτάσουμε στο μακρινό, μυθικό, κέντρο της πόλης! 

Ήταν κιόλας κάμποσο περίεργα τα πράγματα τότε –οι μουσικές απόψεις δεν λύνονταν σε φιλολογικά τέια αλλά μπροστά (ενίοτε και πάνω) στη σκηνή με μπόλικο κλωτσομπουνίδι. Τα δικά μου μουσικά γούστα είχαν υποστεί μια τρομακτική μετάλλαξη από τη μέρα που άκουσα σε κάποια διαφημιστική εκπομπή δισκογραφικής εταιρείας τη διασκευή του «Something Else» από τον, μακαρίτη, Sid Vicious. Δεν υπάρχει λόγος να επεκταθώ –απλώς θα σημειώσω οτι από εκείνη τη στιγμή και μετά βούτηξα στο πανκ και το new wave με τη διαλλακτικότητα νεαρού ταλιμπάν.

Όταν ξανασυνάντησα τους Stress μετά από 30 περίπου χρόνια, θυμήθηκα αυτό ακριβώς –το πως νιώθαμε δηλαδή στην εφηβεία, τη νεότητα. Έφταιγε οτι ο Λούης κι ο Κώστας δεν είχαν αλλάξει καθόλου μέσα σ΄αυτά τα χρόνια –τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά (έχουν πουλήσει τις ψυχές τους στο διάβολο –ή στο ροκ εν ρολ –δεν εξηγείται αλλιώς!) «Γιατί ν΄αλλάξουμε;» αναρωτιέται ο Λούης. «Μήπως άλλαξε ο κόσμος; Άλλαξε το στρίμωγμα που τρώγαμε τότε; Απλώς τώρα έχουμε περισσότερες υποχρεώσεις». Για να συμπληρώσει ο Κώστας: «Άρα έχουν αλλάξει τα πράγματα –έχουν γίνει χειρότερα». 


Οι Stress τραγουδούσαν για όλους εμάς -για την αγωνία μας να μη μεγαλώσουμε, να μη γίνουμε μηχανικά εξαρτήματα ενός αδηφάγου συστήματος. Οι στίχοι τους ήταν απλοί και άμεσοι -το εφηβικό άγχος, ο φόβος, η απέχθεια για τη στράτευση, η αντίδραση στα ψεύτικα ιδανικά με τα οποία δηλητηριάζουν τα μυαλά των παιδιών -γι΄αυτό και μέχρι σήμερα έχουν απήχηση. Η κόρη μου είναι 12 χρονών αλλά καταλαβαίνει μια χαρά οτι οι στίχοι του "Άγχους" μιλάνε γι΄αυτή, μιλάνε γι΄αυτό που νιώθει, γι΄αυτό που τη δυναστεύει. Οι Stress ήταν και παραμένουν πανκ με την έννοια που έδινε σε αυτό το μουσικό ρεύμα ο Johnny Rotten όταν έλεγε πώς «όποιος δεν έχει ανοιχτά τα μάτια και τ΄αυτιά του δεν είναι πανκ –όποιος δε νιώθει όλα τα μουσικά είδη, δεν είναι πανκ». Ο Λούης σήμερα παίζει τρομπέτα στους Baclava Cubano –τι καλύτερη απόδειξη χρειάζεσαι;

Από την πρώτη μας κιόλας συνάντηση είχαμε κανονίσει να γίνει το γύρισμα για το ντοκυμαντέρ στο υπόγειο που προβάρανε τη δεκαετία του ’80 –εκείνο που φαίνεται στις κλασσικές, πλέον, φωτογραφίες του συγκροτήματος από τον Τουρκοβασίλη. «Δεν ξέρω σε τι κατάσταση είναι, έχω να πάω κοντά 20 χρόνια», είχε πει ο Κώστας –ξεκινήσαμε λοιπόν να το ανακαλύψουμε. Το υπογειάκι βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου –παρκάραμε απέξω και νόμιζα οτι θα δω ορδές πάνκηδων να ξεπηδάνε από εκεί κάτω, όπως τις εποχές που περνάγαμε απ΄έξω για να βρούμε δικά μας άτομα και να κατηφορίσουμε μαζί στο κέντρο της πόλης. 


Κατεβήκαμε τα σκαλιά προσεκτικά μη σπάσουμε κάνα κεφάλι, περάσαμε τον καυστήρα του κτιρίου, φτάσαμε στη γνωστή πόρτα –«ίδια έχει μείνει όπως τότε, βλέπεις; Studio Stress», χαμογέλασε ο Κώστας και ήταν η τελευταία φορά που το έκανε για εκείνη τη μέρα. Επειδή μετά ανοίξαμε την πόρτα και τα χαμόγελα πάγωσαν. Το στούντιο ήταν πλέον αποθήκη υδραυλικού –σωλήνες, βίδες, τζιβάνες (αυτές που στεγανοποιούν τις βρύσες, όχι οι άλλες, οι καλές)... Ο ένας τοίχος (εκείνος με τους τσιμεντόλιθους) είχε γκρεμιστεί –οι υπόλοιποι ήτανε τίγκα στα ραφάκια! Καθίσαμε λίγο εκεί μέσα, μέχρι να το χωνέψουμε και μετά βγήκαμε στο πεζοδρόμιο σα να μας είχαν μπουγελώσει. «Δε γίνεται γύρισμα εκεί μέσα», μουρμουρίζαμε. «Πάει κι ο τοίχος που γράφανε όλοι –έχει καλυφθεί από ραφάκια», έλεγε ο Κώστας. «Τι κάνουμε;» «Ας το γυρίσουμε αλλού!» Συμβαίνουν αυτά. Ήδη ο Κώστας μιλούσε με τον ντράμερ τους, το Νίκο, για να χρησιμοποιήσουμε το δικό του στούντιο –κανονικό στούντιο, κυριλέ, με όλα τα ροκφόρ που λένε και οι γραμματιζούμενοι. Τον έβλεπα όμως ότι ήτανε κάμποσο δαγκωμένος. «Ρε φίλε, εσύ πού θα ήθελες να κάνουμε το γύρισμα;» τον ρωτάω. «Εγώ ήθελα εδώ –αυτό ήταν το δικό μας μέρος –οπουδήποτε αλλού μπορεί να είναι καλύτερα, αλλά δεν θα είναι το ίδιο», μου απαντάει. Κι έχει δίκιο. «Πώς θα το κάνουμε;» απορώ. «Θα έρθουμε να το φτιάξουμε κανονικά», λέει ο Κώστας. «Μα γίνεται;» «Θα γίνει». Ο Νίκος ο Χανιώτης, ο φωτογράφος του ντοκυμαντέρ, έχει βγάλει ήδη φωτογραφίες του χώρου για να τις στείλουμε στον Μιχάλη τον Καφαντάρη, το σκηνοθέτη –εκείνος θα πάρει την τελική απόφαση. Καταλαβαίνω τον Κώστα απολύτως, δεν πιστεύω βέβαια οτι μπορούν να φτιάξουν αυτό το χάος που υπάρχει στο υπόγειο –αφήνω λοιπόν το αγγούρι της απόφασης στο σκηνοθέτη. Όταν φεύγει ο Κώστας, ζητάω από το Νίκο να δω τις φωτογραφίες που τράβηξε, περνάω τα καρεδάκια στην οθόνη της μηχανής και το πράγμα γίνεται ολοφάνερο. «Τι τράβηξες εδώ ρε άτιμε;» του λέω. «Αυτές, άμα τις δει ο Μιχάλης θα θελήσει να κάνει όλο το ντοκυμαντέρ εκεί μέσα!» Επειδή οι φωτογραφίες δείχνουν αυτά που εμείς (αγχωμένοι από τα πολλά ραφάκια) δεν είδαμε. Τον χώρο, το ιδιαίτερο φως που έχει... Το συναίσθημα –δεν ξέρω αν το περιγράφω σωστά. Και φυσικά, όταν βλέπει τις φωτογραφίες ο Μιχάλης μού λέει: «Το γύρισμα θα γίνει εκεί μέσα, δε σηκώνω κουβέντα, και πες τους να μην το κάνουν γυαλί το μέρος –θέλουμε να υπάρχει και κάμποση αποθήκη!» 

Περνάω τις υπόλοιπες μέρες σίγουρος οτι το γύρισμα δεν θα γίνει. Εντάξει, το μέρος είναι σκέτη ιστορία, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα το φέρουν για να μοιάζει με το παλιό στούντιο των Stress –παίρνω 40 τηλέφωνα τον Κώστα. «Όλα καλά;» «Ναι –μην ανησυχείς». «Μήπως θέλετε βοήθεια;» «Θα σου πούμε ρε συ –μην αγχώνεσαι». 


Σάββατο απόγευμα, η ομάδα γυρίζει κάποιες σημαντικές σκηνές από το μυθοπλαστικό κομμάτι με τη Βάσω την Καμαράτου και τη Βιργινία Κλαστάδα. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω κάτι. Όταν έφταχνα το σενάριο του ντοκυμαντέρ υπήρχαν  μονάχα δυο ρόλοι ηθοποιών -τους είχα γράψει σκεπτόμενος την Όλυα τη Λαζαρίδου και τη Βάσω την Καμαράτου. Καθαρά από διαίσθηση (σπανίως το παθαίνω) είχα δει μια σχέση ανάμεσα σ΄αυτές τις δυο γυναίκες -μια διαχρονική σύνδεση σχεδόν συγγενική. Αλλά τα σενάρια είναι ζωντανά πράγματα και αυτενεργούν. Κι εγώ είμαι άνθρωπος που μ΄αρέσει να ακούω τα σενάρια... Κάπως έτσι, την πρώτη φορά που βρεθήκαμε με τη Βάσω, γνώρισα και τη Βιργινία. «Θα έρθει μια φίλη μου», είχε πει η Βάσω. Εντάξει. Και σε λίγο σκάει απέναντι από τη τζαμαρία του μαγαζιού μια κοπέλα με κόκκινο μπουφάν και κόκκινη μοτοσυκλέτα, όσο παρκάρει τη χαζεύω. «Αυτή είναι», λέει η Βάσω. Τη θέλω! σκέφτομαι. Κι έτσι μπαίνει στο ντοκυμαντέρ η Βιργινία και μαζί της γεννιέται η προσωποποίηση ενός πολύ δυνατού ρόλου -δεν θέλω να γράψω περισσότερα για να μην καρφώσω την υπόθεση. 


Το γύρισμα του Σαββάτου είχε να κάνει με όλα αυτά -με την αγάπη, την αναζήτηση της οικειότητας, τη σκληρότητα των ανθρώπινων σχέσεων και την προδοσία που δεν είναι τέτοια -είναι απλώς το επακόλουθο τού «γιατί όχι;» Δύσκολα πράγματα για να τα καταγράψεις, ειδικά σ΄ένα ντοκυμαντέρ. Αλλά απαραίτητα στην περίπτωσή μας -επειδή μια ιστορία είναι πάντα μια ιστορία και πρέπει να ειπωθεί σωστά ή να σωπάσουμε. 


Λοιπόν, βλέποντας το υλικό των γυρισμάτων (ίσως μπορείς και να το διακρίνεις από τις φωτογραφίες) κατάλαβα οτι η ιστορία λέγεται όμορφα, ατμοσφαιρικά και μάλιστα αποκτά τις δικές της διαστάσεις -η ιστορία γίνεται για κάποιες στιγμές Βάσω και Βιργινία και το σενάριό μου γίνεται Μιχάλης Καφαντάρης και η ματιά της κάμερας έχει γίνει Νίκος Χανιώτης. Κι όλα αυτά με κάνουν να αισθάνομαι πολύ όμορφα, η αίσθηση οτι αυτό που ξεκίνησες μεγαλώνει, διαμορφώνεται πέρα από εσένα είναι αξεπέραστη. 


Κυριακή πρωί και το προηγούμενο βράδυ δεν έχω κοιμηθεί πάνω από μια ώρα γιατί σήμερα έχουμε Stress. Και το συγκρότημα και το συναίσθημα. Έρχεται ο Μιχάλης, μου λέει «έχω κοιμηθεί μισή ώρα, όλο το υπόλοιπο βράδυ στριφογύριζα και σκεφτόμουν –πρέπει να είδα ίσα με 5 ντοκυμαντέρ για να περάσει η νύχτα». Να πω οτι δεν τον καταλαβαίνω; 

Σύντομα αρχίζει η κίνηση –ο Κώστας με τον γιο του είναι ήδη εκεί, κατεβαίνουμε να δούμε το στούντιο και φυσικά οι μάγκες το έχουν κάνει καινούργιο! Δηλαδή παλιό! Σχεδόν όπως ήταν το ’80! Σε μια άκρη υπάρχουν ακόμα κάτι λίγα πλαστικά καφάσια με βρύσες και σωλήνες, αλλά το στούντιο είναι πάλι εδώ! Ο Κώστας στήνει το παλιό του μπάσο (εκείνο που είχε σπάσει στην τελευταία συναυλία του συγκροτήματος), κουβαλάει ενισχυτές, «κοντά 30 χρόνια έχω να το κάνω αυτό», μουρμουρίζει. Ο Λούης έρχεται με αφίσες, εξώφυλλα δίσκων, την παλιά του κιθάρα, την τρομπέτα του –το συνεργείο στήνει φώτα, μικρόφωνα και κάμερες. Τελευταίος φτάνει ο Νίκος, ο ντράμερ τους, κατευθείαν από τη δουλειά, άυπνος -παθαίνει ένα κάποιο σοκ. «Ρε μαλάκες, γυρίσαμε 30 χρόνια πίσω», ψιθυρίζει. Αμέσως μετά τη χώνεται στο Λούη: «δε μπορώ με τίποτα να σε συνηθίσω με την τρομπέτα». 

Ο Μιχάλης μάς κάνει νόημα: «αφήστε τους μόνους στο στούντιο, να κολλήσουν τις αφίσες τους». Εκτός από το συγκρότημα, μέσα στο στούντιο έχει μείνει ο Δημήτρης, ο ηχολήπτης, με το μικρόφωνο ανοιχτό ενώ ο Μιχάλης έχει χώσει τον Νίκο και τον Ραφαήλ απέξω, να σέρνονται στα παραθυράκια και να τραβάνε. Δεν βλέπωι τα πλάνα, αλλά ξέρω οτι έχουμε καταγράψει κάτι ανεπανάληπτο. Μια κυρία βγαίνει από τη μπαλκονόπορτα του ισογείου. «Ποιοι είσαστε εσείς; Τι κάνετε εδώ;» «Μην ανησυχείτε, κάνουμε γύρισμα», της εξηγώ. Όταν αργότερα το λέω στον Λούη με κοιτάζει πονηρά. «Έπρεπε να της πεις την αλήθεια. We are on a mission from god», ξεκαρδίζεται.


Ξεκινάει το γύρισμα με πλάνα χωρίς ήχο, όπου το συγκρότημα παίζει το δικό του μυθοπλαστικό μέρος, είμαι έξω μαζί με τον Γιάννη τον Αντύπα τον ηχολήπτη, το Δημήτρη το βοηθό του και τον τεράστιο Βασίλη Ζερβακάκη ή αλλιώς «το χαμίνι που βρίσκεται παντού και πάντα». Σαχλαμαρίζουμε, κουτσομπολεύουμε –εκείνη τη στιγμή σκάει ένας τυπάκος όχι μεγαλύτερος από 30 χρονών. Πλησιάζει διστακτικά. «Συγνώμη, είναι αλήθεια οτι εδώ ήταν το στούντιο των Stress;» «Ναι». «Τι λέτε ρε σεις! Εδώ ήταν –δε μου κάνετε πλάκα;» Ξύνω το κεφάλι μου –μας δουλεύει ο τύπος; Ο οποίος συνεχίζει ακάθεκτος. «Πήρα τηλέφωνο κάτι γνωστούς μου και μου το επιβεβαίωσαν οτι οι Stress ήταν από ‘δω, δεν το πίστευα! Ακούμε τους δίσκους τους από μικροί! Είναι κάτω τώρα δηλαδή;» «Κι εσύ ποιος είσαι αδερφέ μου;» «Ο υδραυλικός που έχω την αποθήκη! Δεν το ήξερα ρε παιδιά! Δηλαδή και να το ήξερα –τι να ΄κανα; Έπρεπε κάπου να βάλω τα πράγματα της δουλειάς. Είχα δει τα γραμμένα στους τοίχους κι έναν παλιό καναπέ, αλλά νόμισα οτι έμενε κάποιος πιτσιρικάς εκεί κάτω!» Ρε τι γίνεται στον κόσμο! Τον κατεβάζουμε στο υπόγειο και είναι σα να πήγαμε παιδί στο λούνα παρκ. «Να σας βγάλω φωτογραφίες, να τις δείξω στους φίλους μου!» Οι Stress στήνονται λίγο αμήχανοι, αλλά σύντομα το διασκεδάζουν. Ο τύπος είναι περιβόλι –τον κρατάμε μαζί μας στο γύρισμα, τον κερνάμε κι έναν καφέ. Το στουντιάκι ξαναζεί τις μέρες του ’80, όταν έμπαιναν εκεί μέσα καμιά εικοσαριά άτομα, ευτυχώς που έχει γκρεμιστεί ένας τοίχος αλλιώς θα παθαίναμε ασφυξία! 

Η συνέντευξη είναι δύσκολο πράγμα αν θέλεις, όχι να πληροφορηθείς, αλλά και να δεις. Εννοώ οτι όσο αποσκοπείς στο να πάρεις πληροφορία, τα πράγματα είναι απλά. Ρωτάς, σού απαντάνε, η κάμερα γράφει, ένα κινητό χτυπάει –το ξαναπάμε και βγαίνει διαφορετικό από προηγουμένως. Αλλά τέλος πάντων, αυτό είναι σχετικά εύκολο. Τι γίνεται όμως όταν ψάχνεις να δεις αυτούς τους ανθρώπους, να καταγράψεις την ιδιαιτερότητα τους, τη σημαντικότητα τους... Εκείνα τα στοιχεία που τα έχεις διακρίνει όσο πίνετε μπύρες και σχεδιάζετε το γύρισμα μαζί, αλλά μπροστά στον ανακριτικό φακό κρύβονται αμήχανα. Ήταν η μεγάλη μου αγωνία σχετικά με το συγκεκριμένο ντοκυμαντέρ κι ο λόγος για τον οποίο ήθελα να υπάρχει μυθοπλασία. Επειδή έψαχνα πώς θα καταγραφεί το συναίσθημα, η αίσθηση που σου αφήνει μια κουβέντα μαζί τους. Τα υπόλοιπα, όποιος θέλει, μπορεί να τα βρει σε γραπτές συνεντεύξεις και στις παρουσιάσεις των συγκροτημάτων –γεμάτο είναι το ίντερνετ. Αλλά τον αυτοσαρκασμό του Λούη, τη δύναμη που βγάζει ο Κώστας όταν σου μιλάει, την αφοπλιστική σταθερότητα του Νίκου –όλα αυτά (κι άλλα τόσα) πώς διάολο να τα βγάλεις όταν έχεις χώσει ένα μαρκούτσι πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων και είναι απέναντι ο μονόφθαλμος με το γυάλινο μάτι να τους καταγράφει;  Δεν ξέρω τον τρόπο, το παραδέχομαι, αλλά ο Μιχάλης ο Καφαντάρης έχει τη δική του μέθοδο. Αν αποδίδει ρωτάς; Τι να σου πω... Με τους Stress, για παράδειγμα, ξεκινήσαμε κουμπωμένα –τα παιδιά κάπνιζαν απανωτά τσιγάρα (μέχρι κι ο Νίκος άφησε στην άκρη το ηλεκτρονικό και χτύπησε 2-3 κανονικά) –σταματούσαμε, διορθώναμε, υπήρχε κάποιο ζόρι. Στην αρχή. 
 Στο τέλος όταν είχαμε ολοκληρώσει τη συνέντευξη και ετοιμαζόμασταν να μαζέψουμε, ο Λούης (που ξεκίνησε με το περισσότερο άγχος απ΄όλους) μάς λέει πονηρά: «Δε στήνουμε τώρα κι ένα μικρό σκετσάκι για κλείσιμο;» Τον κοίταζε ο Μιχάλης και δεν το πίστευε... Και το στήσαμε το σκετσάκι και βγήκε καλύτερο απ΄ότι θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε κι έπεσε τρελό γέλιο –θα τα δεις όλα αυτά κάποια στιγμή...
Όσο φορτώναμε τα αυτοκίνητα με βρήκε ο Κώστας και με ρώτησε: «Εντάξει; Είσαστε ευχαριστημένοι; Βγάλατε αυτό που θέλατε;» Του απάντησα τα τυπικά –ότι όλα καλά κι ελπίζω να είναι και αυτοί ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα. Αυτό που δεν του είπα είναι τους θαυμάζω –έγινα ακόμα περισσότερο φανατικός τους μετά από το γύρισμα. Αλλά δε λέγονται αυτά –λέγονται;

Υ.Γ.: Κυριακή βράδυ με πήρε τηλέφωνο ο Μιχάλης. «Δεν έχω ήχο ακόμα αλλά από τα πλάνα που βλέπω έχω εντυπωσιαστεί», μου είπε. «Υπάρχουν τα πάντα εκεί μέσα –υπάρχει θλίψη, υπάρχει χαβαλές, αγριάδα, φιλικά βλέμματα, κίνηση, απόγνωση –μιλάμε για τρομερή κινηματογράφιση! Μάλλον τα καταφέραμε καλά». Χαμογέλασα και μετά από κανά δεκάλεπτο ξεράθηκα εξαντλημένος στον καναπέ. Αυτά έχουν οι ωραίες φτιάξεις...

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Free WordPress Themes | Background by Toolbox | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Enterprise Project Management