Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

"House of the damned"

«Αντί πινακίου φακής» -στην κυριολεξία… Τους έχεις σαν παιδιά σου, τους φροντίζεις, τους συμβουλεύεις κι εκείνοι δε διστάζουν να σε πουλήσουν «αντί πινακίου φακής» όταν έρθουν τα δύσκολα! Σε μπέρδεψα; Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή…

Όλα ξεκίνησαν από ένα γύρισμα που ακυρώθηκε για τεχνικούς λόγους. Ευτυχώς δεν είχα δεσμεύσει ακόμα τους ανθρώπους θα συμμετείχαν, τέλος πάντων, βρέθηκα λίγο ξεκρέμαστος και στην ανάγκη να προχωρήσουμε άμεσα το ντοκυμαντέρ με κάτι απλό, εύκολο και γρήγορο. Μια συνέντευξη, σε κλειστό χώρο –σπίτι ας πούμε ή κάτι τέτοιο –η οποία δεν θα άφηνε μεγάλο χρονικό χάσμα από το προηγούμενό μας γύρισμα (επειδή τα χάσματα φέρνουν χασμουρητά στο συνεργείο).
Όταν οργάνωνα τις συνεντεύξεις (πριν κάνα δυο χρόνια περίπου) ο Μπάμπης ο Δαλίδης (ντράμερ των Villa 21 και ιδιοκτήτης της μυθικής Creep) ανάρρωνε από ένα πολύ άσχημο ατύχημα με μοτοσυκλέτα –υπολόγιζα λοιπόν, τότε, ότι θα έπρεπε να του κάνουμε μια συνέντευξη στο σπίτι του, να μην τον τραβολογάμε και τον ταλαιπωρούμε, χτυπημένο άνθρωπο. «Ωραία»,  σκέφτηκα, «ας κάνουμε τώρα τον Μπάμπη –εύκολο θα είναι»… κι αυτή ήταν μια πρόβλεψη τόσο ακριβής όσο του καπετάνιου στη γέφυρα του Τιτανικού την ώρα που αποφαίνεται ότι «έλα μωρέ, τζάμπα θα κάνουμε γύρους, δεν είναι παγόβουνο αυτό».
Αφού έτσι το έχω δει, παίρνω τηλέφωνο τον Μπάμπη, του εξηγώ τα καθέκαστα, χαίρεται, χαίρομαι, χαιρόμαστε αμφότεροι με δυο λόγια –αλλά μου λέει: «εντάξει, δικιά σας είναι η ταινία και δεν θέλω να επέμβω, όμως πολύ θα μου άρεσε να κάνατε το γύρισμα με την Creep μαζεμένη –να μοιάζει μ΄αυτό που γινόταν παλιά, όταν μαζευόμασταν σε σπίτι και περνάγαμε ωραία».  Όσο μού το περιγράφει, το βλέπω μπροστά μου το σκηνικό, βλέπω και το μέρος που θέλω να γυριστεί και το γουστάρω –κανονίζω να ξαναμιλήσουμε με Μπάμπη. Παίρνω τον Μιχάλη τον Καφαντάρη τον σκηνοθέτη του ντοκυμαντέρ. «Άμα σου κάνει σεναριακά –φτιάξτο να στείλτο μου να το δω», απαντάει ο Μιχάλης –κι αρχίζω καπάκι τις διαδικασίες. Τώρα, εσύ μπορεί να νομίζεις ότι είμαστε μια μεγάλη παραγωγή όπου άλλος κάνει ρεπεράζ, άλλος διεύθυνση, άλλος τούτο κι άλλος κείνο, όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι (κι απορώ πώς το νόμισες δηλαδή!) Πριν ξεκινήσω λοιπόν οτιδήποτε άλλο, πρέπει να εξασφαλίσω ότι έχουμε το σπίτι που σκέφτομαι για γύρισμα κι ότι το σπίτι κάνει σαν χώρος στον σκηνοθέτη και τον διευθυντή φωτογραφίας. Ανοίγω παρένθεση: Η πρόθεσή μου, μετά από την κουβέντα με τον Μπάμπη, είναι να δείξουμε την Creep σαν μια συμμορία αυτοεξόριστων σε κάποιο απομονωμένο σπίτι, οι οποίοι δέχονται μια εξωτερική απειλή. Για να το πετύχουμε αυτό δεν υπάρχει καλύτερος χώρος από το σπίτι όπου γυρίστηκε η «Ευριδίκη ΒΑ 2037» και το «Θα σε δω στην κόλαση, αγάπη μου» του Νίκου Νικολαϊδη. 

 Μιλάω λοιπόν με τους δικούς του ανθρώπους (οι οποίοι ανέχονται κάποια χρόνια τώρα το κόλλημά μου) και συμφωνούν να μας παραχωρήσουν το σπίτι για ένα Σάββατοκύριακο. Πηγαίνουμε με τον Μιχάλη και το Νίκο τον Χανιώτη, τον διευθυντή φωτογραφίας –ο χώρος μάς ταιριάζει γάντι. Ο Μιχάλης μάλιστα το θέτει ξεκάθαρα: «Γίνεται να μη μας κάνει ο χώρος; Δηλαδή ήτανε χαζός ο Νικολαϊδης που γύρισε 2 ταινίες εδώ κι εμείς είμαστε οι έξυπνοι;»

Έχουμε πλέον τον χώρο –αρχίζω τα τηλεφωνήματα για να κανονίσω με τα συγκροτήματα της Creep –δέχονται με χαρά. Οι ηθοποιοί επίσης. Το συνεργείο –όλα εντάξει. Μόνο που δεν έχω ακόμα σενάριο. Έχει περάσει κοντά βδομάδα που συναντηθήκαμε με τον Μπάμπη, τον Γιώργο τον Κουλούρη από τους South of no North και τον Κώστα το Μάστορη από τους Metro Decay (ο οποίος έχει βρεθεί για κάτι δουλειές στην Αθήνα, από τα Κύθηρα που μένει) κι ακόμα δεν έχω τίποτα να δώσω στον σκηνοθέτη. Το περίεργο είναι ότι αυτό δεν με ανησυχεί καθόλου και το ακόμα πιο περίεργο είναι ότι έχω δίκιο! Επειδή το σενάριο των σκηνών της Creep γράφεται μόνο του, στην κυριολεξία –μέσα σε μισή μέρα. Κάποιος μου το υπαγορεύει ή κάπως έτσι…
Το βλέπει πρώτα ο Μιχάλης –του αρέσει. Το βλέπει μετά ο Νίκος –κατεβάζει μισό κουτί ηρεμιστικά μονοκοπανιά, υπολογίζοντας τι χρειάζεται για να γυριστεί όλο αυτό και τι διαθέτουμε στην πραγματικότητα –άρα του αρέσει. Το στέλνω στα παιδιά των συγκροτημάτων –μάλλον τους αρέσει επίσης, ή τουλάχιστον δεν έχουν πρόβλημα. Κάνω διακανονισμούς, κλείνω το συνεργείο, τα συγκροτήματα και τις ηθοποιούς –έχουμε κάνει μέχρι και γενική πρόβα της μυθοπλασίας στο σπίτι του Μιχάλη –όλα έτοιμα! Και το γύρισμα αναβάλλεται… Τεχνικές δυσκολίες –κάποιο πρόβλημα με τα μηχανήματα, με τις διαθεσιμότητες….

Κάνω μια προσπάθεια (έτσι, για την τιμή των όπλων) να πάω το γύρισμα μια βδομάδα μετά, για τις 22 και 23 Δεκεμβρίου δηλαδή –δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα! Είμαι σίγουρος ότι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, όλοι θα έχουν κάτι άλλο να κάνουν… Και όντως έχουν. Αλλά το παρατάνε για να γίνει το γύρισμα! Ο Κώστας ο Μάστορης έρχεται από Κύθηρα ειδικά γι΄αυτό. Όπως ακριβώς το έγραψα δυο γραμμές πιο πάνω: αυτά τα πράγματα δεν γίνονται!

1η μέρα
Φτάνουμε στο «σπίτι της Ευριδίκης» όπως το λέμε όλοι πλέον –Σάββατο μεσημέρι με βροχή ξεγυρισμένη. Ακούω τον Νικολαϊδη να λέει «βάλε και μια βροχή για ατμόσφαιρα» κοιτάζω τον ουρανό με το που βγαίνω από το αυτοκίνητο και δεν βλέπω τίποτα –τέτοια σκοτεινιά! Σιγά-σιγά μαζεύεται το συνεργείο και οι ηθοποιοί –τουτέστιν, 11 άτομα συν το βαφτιστήρι της Βιργινίας τής Κλαστάδα που θέλει να γίνει σκηνοθέτης όταν μεγαλώσει και ήρθε να δει πώς είναι (ετών 13) και μια σκυλίτσα ονόματι Εντίθ (μηνών 6). Κανονική ομάδα ποδοσφαίρου με παιδί για να πιάνει τις μπάλες και μασκότ δηλαδή!

Ο κόσμος κυκλοφορεί τριγύρω για να πάρει την αίσθηση του χώρου, βάζουμε να παίζουν συνεχόμενα οι ταινίες του Νικολαϊδη στο dvd για να νιώσουμε κλίμα (σε κάποια φάση ξεκινάει το «Singapore Sling», βουτάω σε στυλ Σαργκάνης για να το κλείσω αλλά ο πιτσιρικάς έχει δει ήδη τη σκηνή με τον πλαστικό πόυτσο και το πισωκολλητό –υποθέτω ότι η διάθεσή του να γίνει σκηνοθέτης έχει συσχετιστεί με άλλα πράγματα πλέον). Ο Μιχάλης έχει φέρει και τα αγωνιστικά σπαθιά του και τις μάσκες ξιφασκίας και περιμένει να κόψει η βροχή για να βγουν στον κήπο για εξάσκηση –όλα πρίμα! Και η βροχή καταρρακτώδης. Κατά το βραδάκι μάς πιάνει μια πείνα –περιμένουμε τον Κώστα τον Μάστορη (αλλά δεν αντέχουμε να τον περιμένουμε πια) ξεκινάω να παίρνω παραγγελίες. Φτάνω στον Μιχάλη. «Α, μην ασχολείσαι», μου λέει, «έχω φέρει να φτιάξω φακές». Γελάω με το χιούμορ του όμως βιάζομαι λόγω πείνας. «Εντάξει, μοσχαρίσια, χοιρινή ή μπιφτέκι;» τον ρωτάω ανυπόμονα. «Ρε σου είπα –θα φτιάξω φακές»! Δεν το πιστεύω μέχρι  να δω μια κατσαρόλα, απ΄αυτές που είχαμε στο στρατό για να τρώει ο λόχος, να σιγοβράζει πάνω στην κουζίνα. «Πλάκα κάνει», σκέφτομαι και ανοίγω το καπάκι. Βλέπω τις φακές να γουργουρίζουν όλο πάθος και τότε μόνο το πιστεύω… Αρχίζω τον Μιχάλη στο δούλεμα, παίρνω παραγγελίες, παίρνω τον Βασίλη τον Ζερβακάκη, τον φροντιστή μας και την Όλγα την Παπαδημητρίου μαζί του –φεύγουμε καρφί για ανεφοδιασμό. Όσο τρώμε δεν χάνω την ευκαιρία των συγκρίσεων μεταξύ φιλέτου και φακής (μόνο το πρώτο γράμμα έχουν ίδιο) –η ομήγυρις συμφωνεί μασουλώντας ενώ ο Μιχάλης σκάει με μια πιατάρα αχνιστή και κάθεται άνετος ανάμεσά μας. «Σε χαλαρώνει», μου λέει κλείνοντας το μάτι (και βουτώντας το κουτάλι). Τι να πω;

Ο Κώστας ο Μάστορης φτάνει κατά τις 10 το βράδυ –πίνουμε κάτι μπύρες όλοι μαζί και σαχλαμαρίζουμε. Από γύρισμα, υπολογίζαμε να βγάλουμε κάποιες σκηνές αλλά δεν έχω δει προθυμία –άρα υποθέτω ότι θα τις πάμε για την επόμενη μέρα. Θα πρέπει να βρίσκεται κάνα δίωρο ο Κώστας στο σπίτι, άρα η ώρα έχει πάει γύρω στις 12, οπότε ακούω αναταραχή. «Τι τρέχει ρε παιδιά;» «Ξεκινάμε γύρισμα». «Τώρα;» «Ε, πότε!» Έλα ντε! Η Βάσω η Καμαράρου έχει έρθει το μεσημέρι κατάκοπη από τη δουλειά και τα τρεχάματα και πριν λίγο μισοκοιμόταν σε μια πολυθρόνα αλλά τώρα είναι έτοιμη και φορτισμένη στο φουλ. Την παρακολουθώ να μπουκάρει από τις πόρτες κι απορώ που έκρυβε πριν κάποια λεπτά όλη αυτή την ορμητικότητα. Όταν μού δείχνουν κάποιες σκηνές από τα γυρίσματα ανακαλύπτω πώς το έχουν νιώσει πολύ καλά το σπίτι –κινηματογραφούν σύμφωνα με το πνεύμα του (στην κυριολεξία) –ο Μιχάλης έχει κιόλας αποδώσει τον δικό του φόρο τιμής στον Νικολαϊδη επιλέγοντας να σκηνοθετήσει ένα κομμάτι από το τρομερό εκείνο μονοπλάνο με το οποίο τελειώνει η «Ευριδίκη ΒΑ 2037» από την αντίθετη πλευρά (η κάμερα μέσα στα δωμάτια και η κοπέλα στο διάδρομο), σαν σημείο αναφοράς.

Η Βάσω εμφανίζεται με το πρόσωπο γεμάτο κραγιόν, «σε σκουντάγανε όσο βαφόσουν;» απορώ. «Όχι –μού είπανε κάτι να κάνω», λέει. Με τρώει η περιέργεια και ζητάω να δω αυτό που τράβηξαν. Βλέπω μια τρομερή ερμηνεία από τη Βάσω –ένα ρεσιτάλ εναλλαγής συναισθημάτων που με στέλνει αδιάβαστο… Ας ονομάσουμε τη σκηνή «η Βάσω στον καθρέφτη» -κάποια μέρα που θα τη δεις θα με θυμηθείς.  


Το σπίτι είναι τεράστιο κι εμείς 11 άτομα (συν το παιδί και το σκυλί) αλλά είμαστε σίγουροι ότι χωράμε να κοιμηθούμε. Ο Κώστας ο Μάστορης ετοιμάζεται να φύγει (η ώρα έχει πάει ήδη 2 και το επόμενο πρωί θα πρέπει να βρεθούμε πάλι, κατά τις 9). «Πού να τρέχεις; Θέλεις 60 χιλιόμετρα για να πας βραδιάτικα κι άλλα τόσα για να έρθεις το πρωί», του λέω. «Εντάξει και τι να γίνει; Πάω να κάνω ένα μπάνιο να γίνω άνθρωπος - δεν έχω φέρει ούτε δεύτερο σώβρακο εδώ πέρα…» «Μα, με το σώβρακο θα παίξεις;» «Ξέρω ‘γω; Σας έχει φοβηθεί το μάτι μου».

Η ώρα, δεν θέλω να ξέρω πόσο έχει πάει, κόσμος κοιμάται παντού –σε κρεβάτια και κάτω απ΄αυτά –ο Μιχάλης έχει πιάσει το σαλόνι με τον Βασίλη το Ζερβακάκη κι έχουν ξεκωλωθεί στο γέλιο. «Τι τρέχει;» απορώ. «Με το που σκεπάστηκε, γλίστρησε και σαβουριάστηκε από τον καναπέ», λέει η Όλγα. Παιδιά… Τι να τους πεις; Ακουμπάω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και χάνω επαφή με τον κόσμο για τις επόμενες ώρες.

2η μέρα
Πίνω καφέ με τον Μιχάλη στο σαλόνι. «Συγνώμη ρε φίλε αν σας ξυπνήσαμε κατά τις 5 το πρωί αλλά μας είχε πιάσει νευρικό γέλιο», απολογείται. «Και νευρικό πήδημα να σας έπιανε εγώ αποκλειόταν να ξυπνήσω», του εξηγώ. Ένα μέτρο πίσω μας, στο πάτωμα, κοιμάται ο Βασίλης ο Ζερβακάκης. Εκεί που κανονίζουμε το πώς θα πάει η μέρα, ακούμε τη φωνή του από τα έγκατα της γης: «Τι παλιόγρια είναι αυτός ο σκηνοθέτης –τρεις ώρες ύπνο μάξιμουμ κάνει τα βράδια! Πού τον πετύχατε –δεν είχε κανέναν άλλο να πάρετε; Μασώνοι! Αλήτες! Καθάρματααααα!»
Λίγο πιο πέρα, στο χωλ, κοιμούνται οι βοηθοί σκηνοθέτη –αναγκάζονται να ξυπνήσουν από τα γέλια.
«Να βάλουμε μουσικούλα;» λεει ο Μιχάλης. «Και δε βάζουμε;» λέω εγώ. «Φροντιστής! Χριστουγεννιάτικα!»
Ένα χέρι βγαίνει μέσα από σκεπάσματα και μαξιλάρια, βάζει ένα σιντί, πατάει το πλέι και μετά εξαφανίζεται.
«Μπα δε μ΄αρέσει», αποφασίζουμε με το Μιχάλη.
«Αν είναι να ακούτε τέτοια, να φέρω το ipod μου ν΄ακούω με ακουστικά» λέει η Όλγα που μόλις έχει ξυπνήσει.
«Φροντιστής. Ελληνικό νιού γουέιβ», παραγγέλνουμε.
Το ίδιο χέρι που δε φαίνεται να συνδέεται με κανένα σώμα βγαίνει πάλι κάτω από τα σκεπάσματα και τα μαξιλάρια, αλλάζει σιντί κι εξαφανίζεται.
Όσο συμβαίνουν όλα αυτά ο φροντιστής Βασίλης Ζερβακάκης συνεχίζει τον ύπνο του ανενόχλητος!

Τα παιδιά των συγκροτημάτων φτάνουν σχεδόν ταυτόχρονα σα να είναι συνεννοημένοι. Ο χώρος έξω από το σπίτι γεμίζει αυτοκίνητα –ο Ηλίας ο Αναστασόπουλος και η Πουπέτα Λάππα των Clown, μαζί με τον Σπύρο το Φάρο (σκέψου να είχε καθίσει μια τέτοια μουσική συνεργασία το ΄80!) και τον Ηρακλή Ρενιέρη, ο Γιώργος ο Κουλούρης με μια ανεξίτηλη, για τους South και τους οπαδούς τους, φίλη από παλιά –ο Κώστας ο Μάστορης φρέσκος λες και έχει κοιμηθεί δωδεκάωρο και τέλος οι Villa 21 μασίφ –με ένα αυτοκίνητο και οι τρεις τους, παρκάρουν και ανεβαίνουν το μονοπάτι έτοιμοι να βγουν στη σκηνή, κανονικά μιλάμε!
Με αυτά τα άτομα δεν υπάρχει η αμήχανη σιωπή γιατί, αμέσως μόλις μπαίνουν μέσα, αρχίζουν να τριγυρνάνε σαν περίεργα πιτσιρίκια (εκτός από τον Μάστορη που το έχει ήδη κάνει την προηγούμενη μέρα). Στο δεκάλεπτο τούς έχουμε χάσει –παρέες παντού μέσα στο σπίτι, άλλοι στους καναπέδες του διαδρόμου, άλλοι στο σαλόνι, μόνο στις κρεβατοκάμαρες δεν έχουν πάει (ακόμα)! Ο Μιχάλης μάς ζητάει να τους φέρουμε όλους στον ίδιο χώρο για να αρχίσουν να εξοικειώνονται –άλλωστε αυτό εδώ είναι το σπίτι, το κρησφύγετο πες καλύτερα, της Creep, σύμφωνα με το σενάριο. Πρώτος απ΄όλους το καταλαβαίνει ο Μπάμπης (είναι άλλωστε και οικοδεσπότης!) οπότε αρχίζει να ψάχνει το σπίτι για ποτά. Γρήγορα βρίσκει τις καβάτζες μας οι οποίες αποψιλώνονται και το περιεχόμενό τους μεταφέρεται στο σαλόνι. Το συνεργείο φεύγει για να γυρίσει κάποιες σκηνές μυθοπλασίας όσο στο σαλόνι του σπιτιού στήνεται η συμμορία.

Καμιά ώρα αργότερα, το συνεργείο ακροβολίζεται γύρω από την παρέα της Creep αργά –θέλουμε να τους καταγράφουμε όσο μιλάνε μεταξύ τους, θέλουμε να έχουμε στο ντοκυμαντέρ αυτό που βλέπουμε εκείνη τη στιγμή μπροστά μας –το αυθεντικό κλίμα. Στην αρχή δεν ξέρουν ότι τους τραβάμε, μετά το καταλαβαίνουν αλλά δεν τους ενδιαφέρει –έχουν παθιαστεί με τις κουβέντες, τα πειράγματα, τη φάση μεταξύ τους…

Κάπου εκεί αρχίζουμε την καλύτερη συνέντευξη που έχω πάρει μέχρι σήμερα –γιατί την καλύτερη; Επειδή, απλούστατα, προλαβαίνω με το ζόρι να κάνω δυο ερωτήσεις και ξεκινάνε να μιλάνε όλοι τους καλύπτοντας τα θέματα των επόμενων ερωτήσεών μου στον υπερθετικό! Σε λίγο νιώθω περιττός κι αυτό είναι η ευτυχία κάποιου που προσπαθεί να πάρει συνέντευξη.
Τους χαζεύω, λοιπόν, όσο μιλάνε –ο Μπάμπης ξεκάθαρος, «ατσάλινος» είπε κάποια από τις κοπέλες πίσω του, μόνο όταν τον ρωτήσαμε για τον Φιλ κόμπιασε κάπως, αλλά φυσικά –όπως είχε συμβεί και σε άλλο γύρισμα όταν ρωτούσαμε τον Φάρο, για τον Φιλ –κάτι μαλακίστηκε στις κάμερες και δεν γράφτηκε τίποτα! Θέλεις να σου χαλάσει το γύρισμα; Ρώτα για τον Φιλ –καταστροφή γκαραντί!
Και βέβαια, όποιος έχει έρθει σε κάποιο από αυτά τα γυρίσματα ξέρει ότι όταν μιλάει ο Σπύρος ο Φάρος όλοι μαρμαρώνουν για ν΄ακούσουν.

Σταματάμε και ξαναξεκινάμε –η διαφορά σ΄αυτό το γύρισμα είναι ο Γιώργος ο Κουλούρης που έχει αναλάβει έναν ρόλο προβοκάτορα. Όταν βλέπει την υπόθεση να σοβαρεύει επικίνδυνα, το ρίχνει σε κανιβαλισμούς –κοιτάζω τους υπόλοιπους προσπαθώντας να καταλάβω, μήπως ενοχλούνται; Μήπως θα ήθελαν κάπως αλλιώς τις συνεντεύξεις τους; Τελικά αποφασίζω ότι περνάνε καλά και όλο αυτό το έχουν ξαναζήσει κάμποσες φορές –τους αφήνω λοιπόν να παίξουν τη δική τους ταινία με την ησυχία τους.

Η Άντα λέει για το πώς σκοτώθηκε ο Κώστας ο Ποθουλάκης (ήθελα πολύ να ακουστεί, γιατί έχουν κυκλοφορήσει τέρατα για εκείνο το δυστύχημα) –μιλάνε μαζί με τον Μπάμπη για τους Villa 21, φτάνουμε στο τέλος της συνέντευξης του συγκροτήματος και κάποιος από το συνεργείο (νομίζω αυτός ο δαιμόνιος ο Ζερβακάκης) ρωτάει τον μπασίστα τους τον Αντρέα τον Παπαδόπουλο: «εσύ δεν θέλεις να πεις τίποτα;» Ο Αντρέας κοιτάζει κάπου χαμηλά, μιλάει συνεσταλμένα και συνοψίζει μέσα σε μια φράση όλη τη δυναμική των Villa 21 (όλη τη δυναμική της ανεξάρτητης σκηνής του ΄80 μη σου πω!) Τελειώνει τη φράση του και έχει κοκαλώσει όλο το δωμάτιο. Περνάνε έτσι γύρω στα 10 δευτερόλεπτα κι αρχίζει να ακούγεται από παντού «κατ», «κατ», «κατ» -το φωνάζει ο οπερατέρ, ο ηχολήπτης, η βοηθός σκηνοθέτη –νομίζω ότι και κάποιος από την παρέα των συγκροτημάτων φωνάζει «κατ». Ο Μιχάλης κοιτάζει χωρίς να έχει πει λέξη –είμαστε εντυπωσιασμένοι.

Η κουβέντα γυροφέρνει και ξαναζωντανεύει όσο εναλλάσσονται τα συγκροτήματα, ο Ηλίας ο Αναστασόπουλος κρατάει ζωντανή τη μνήμη του Βαγγέλη Τσίπουρα, του ντράμερ τους που δεν είναι πια εδώ, η Πουπέτα Λάππα είναι ένα από τα πιο αυθεντικά αλάνια που έχουμε συναντήσει, ο Κώστας ο Μάστορης ανοίγει το θέμα της άθλιας κοινωνικής κατάστασης που σημάδεψε τη δεκαετία του ’80, τον ακούω και ξαναθυμάμαι πώς ήταν τότε –σκουπίδια που βρωμάγανε, αμπαλαρισμένα με σελοφάν και κόκκινη κορδέλα, ιλουστρασιόν μπίχλα….

Μιλάνε πολύ, πίνουν ακόμα περισσότερο, καπνίζουν ασταμάτητα –τους διακόπτουμε για ν΄αλλάξουμε κάρτες μνήμης στις κάμερες ή για να κρυώσουν τα φώτα, σκέφτομαι τι θα γινόταν χωρίς αυτές τις αναγκαστικές διακοπές. Και μετά ξανασκέφτομαι –τι άλλο να γινόταν δηλαδή; «Έζησες μια φάση της ανεξάρτητης, βγαλμένη από πολύ πίσω», μου λέει σε κάποια στιγμή ο Κουλούρης. Σωστός… Κι αμέσως μετά βουτάει με το κεφάλι από τον καναπέ και αρχίζει να κολυμπάει με απλωτές στο πάτωμα.

Όταν τελειώνει το γύρισμα κι αφού έχουν γίνει τα απαραίτητα καφριλέματα, ο Μιχάλης τους μαζεύει για κάποια τελευταία πλάνα που θα μας χρειαστούν στη μυθοπλασία. Στέκομαι παράμερα, καπνίζω και τους κοιτάζω κάτω από τα ανελέητα φώτα –οι άνθρωποι αυτοί που τώρα κάνουν πλάκα, γελάνε δυνατά και κοροϊδεύονται, κουβαλάνε περισσότερα από όσα μπορείς ν΄αντέξεις. Επειδή τελικά, όσοι μεγάλωσαν στο «σπίτι των καταραμένων» ξέρουν ότι εκεί μέσα ο αυτοσαρκασμός είναι προϋπόθεση επιβίωσης.

Το γύρισμα κοντεύει να τελειώσει –απομένουν δυο σκηνές μυθοπλασίας για τις οποίες χρειαζόμαστε ελάχιστους. Τα παιδιά ετοιμάζονται να φύγουν με νωχελικές κινήσεις, νιώθω ότι το σπίτι τους κρατάει ακόμα. Πρώτοι ήρθαν οι Clown και πρώτοι φεύγουν, η Πουπέτα μάς κάνει κάμποση καζούρα «δεν πέρασα καλά, δε χάρηκα που σας είδα, δε θέλω να σας ξαναδώ, δε μου άρεσε τίποτα…» πριν μας αγκαλιάσει έναν-έναν. Στην κουζίνα του σπιτιού στήνεται μια σκηνή μυθοπλασίας και τότε αρχίζουν να πέφτουν η μια μετά την άλλη οι ασφάλειες –το σκοτάδι ξεκινάει να απλώνεται στο σπίτι. Πρώτα στο σαλόνι, μετά στο χωλ, ευτυχώς η κουζίνα αντέχει ακόμα… Ο Κουλούρης κι ο Μάστορης παίζουν μια σκηνή με την Όλγα την Παπαδημητρίου, ο Μπάμπης ο Δαλίδης παρακολουθεί και τους κοροϊδεύει πίσω από τις κάμερες –όταν ολοκληρώνεται η σκηνή δεν στέκεται κανένας όρθιος, το σπίτι γεμίζει εξαντλημένους ανθρώπους. Το συνεργείο ήδη ονειροβατεί από την πολλή κούραση –πριν μια ώρα τους έχω ήδη σηκώσει με το ζόρι από τα πατώματα, τώρα δουλεύουν μηχανικά σαν ρομπότ αλλά δεν τους ξεφεύγει το παραμικρό!

Φεύγουν και οι τελευταίοι των συγκροτημάτων, νιώθω άδειος σαν αποφορτισμένη μπαταρία, το σπίτι αναπνέει βαριά πίσω μου όσο τους συνοδεύω στον κήπο –έχουμε μια ακόμα σκηνή, με τη Βάσω και την Όλγα, πριν φύγουμε. Και φυσικά τα πάντα καταρρέουν μαζί με τους ανθρώπους –τα φώτα ζεσταίνονται και σβήνουν, τα πολύμπριζα καίγονται –όλα καταρρέουν εκτός από τη Βάσω και την Όλγα. Οι οποίες παίζουν τη σκηνή τους με τρομερή ένταση –όταν τελειώνουν το χειροκρότημα πέφτει σύννεφο.

Μιλάω με το Δημήτρη τον Παπαδάκη, τον ηχολήπτη μας («εσένα θέλω κάποια στιγμή να σε δω γυμνό, από τη μέση και πάνω», του έχει πει προηγουμένως η Πουπέτα εντυπωσιασμένη από τις ατέλειωτες ώρες που κρατάει το μπουμ πάνω από τα κεφάλια) –λέμε τις κλασσικές βλακείες αποσυμπίεσης που ακολουθούν κάθε γύρισμα και τότε νιώθω μια μυρωδιά να καλύπτει την τσιγαρίλα. Δεν δίνω σημασία ως τη στιγμή που ακούω πίσω μου περίεργους θορύβους, γκλιν-γκλαν, σουρλπ-σουρλπ, τέτοια πράγματα. Μπαίνω πιο μέσα στο σπίτι και ανακαλύπτω ότι όλο το συνεργείο μαζί με τις ηθοποιούς, 11 άνθρωποι αν έχεις το θεό σου, τρώνε φακές! «Ρε σεις –τι είναι αυτά; Φακές; Εδώ είμαστε σοβαρή παραγωγή ευρωπαϊκού επιπέδου –όχι ξωμάχοι στα καπνοχώραφα!» φωνάζω. Οι προδότες, όλοι αυτοί που τους είχα σαν παιδιά μου και με πούλησαν «αντί πινακίου φακής» αποφεύγουν το βλέμμα μου. Ο Μιχάλης με βουτάει από τους ώμους χαμογελώντας, ενώ δίπλα του αχνίζει ένα ξέχειλο πιάτο. «Τα ‘παμε -χαλαρώνει», μου λέει, «να βάλω ένα και για σένα;»

Όταν φεύγουμε οι τελευταίοι με τα αυτοκίνητα βλέπουμε ότι τα φώτα του μονοπατιού που οδηγεί στην εξώπορτα του σπιτιού έχουν σβήσει από μόνα τους –κάποιο βραχυκύκλωμα ίσως… Κοιτάζω το σπίτι –απόλυτο σκοτάδι –αυτό ήταν…

Υ.Γ.: Εκτός από τα παιδιά των συγκροτημάτων, τις ηθοποιούς και το συνεργείο (όλοι εξίσου απαραίτητοι για την ύπαρξη του ντοκυμαντέρ) σε αυτό το γύρισμα θα πρέπει να ευχαριστήσω τους ανθρώπους του Νίκου Νικολαϊδη για τη βοήθειά τους. Χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε τίποτα –στην κυριολεξία…

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Συνέντευξη στο Amagi Radio

Καιρό είχαμε να βγούμε στα media (της διαπλοκής πάντα). Σκεφτήκαμε λοιπόν να πάμε, αυτή την Παρασκευή, 7 Δεκεμβρίου, 10 με 11 το πρωί στην εκπομπή  "Ιστορίες για σκύλους και ελικόπτερα" και να διαβεβαιώσουμε τη Celestial Drakos οτι "Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο".
Για να το καταφέρουμε αυτό θα χρησιμοποιήσουμε ηχητικά αποσπάσματα από τα γυρίσματα του ντοκυμαντέρ και κάμποση μουσική των συγκροτημάτων της Ανεξάρτητης σκηνής τής Αθήνας του '80. Είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε σε κάθε ερώτηση με μια καινούργια ερώτηση, να διαφωνήσουμε (μεταξύ μας) και να λύσουμε όσες απορίες δεν έχετε.
Επειδή, όπως έλεγε κι εκείνη η παλιά ταινία του Frears: "(while Athens burning...) Petros and half of the city get laid"

Πάρε και το τρέιλερ της εκπομπής:


Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

" Η ΚΛΕΜΜΕΝΗ ΚΑΣΣΕΤΑ" μια σκηνή όλο κλισέ και συμβολισμούς



Η δουλειά μου ως σκηνοθέτης στην ταινία «ΕΔΩ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΣΥΛΟ» είναι να γυρίζω τις σκηνές και όχι να γράφω γι’αυτές.
«Αν οι σκηνές γυριστούν όπως πρέπει δεν χρειάζονται λόγια, μιλάει για μένα η δουλειά μου.»
Εντάξει, το κλισέ είναι γνωστό και πρέπει να το λέω που και που για να δείξω ότι δεν είμαι χαβαλές -παίρνω στα σοβαρά το ρόλο του σκηνοθέτη, αλλά θα αναγκαστώ να το αφήσω στην άκρη στη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί η «σκηνή 5 σεκάνς 3» ή αλλιώς « Η κλεμμένη κασσέτα» που λέμε μεταξύ μας για να συνεννοούμαστε στα γυρίσματα, είναι από τις σκηνές μυθοπλασίας που επιλέχτηκαν για «τίζερ». Όχι τυχαία.
Φυσικά προς το παρόν είναι μονταρισμένη  με τη λογική διαφημιστικού που λέει ότι πρέπει να το δεις, να μη καταλάβεις Χριστό και οι απορίες να σου λυθούν μετά όταν θα παρακολουθήσεις ολοκληρωμένη την ταινία.

Η σκηνή είναι κάργα στον συμβολισμό και το κλισέ.

Μια κοπέλα ( Βάσω Καμαράτου ) παιδί της γενιάς του '90 «κοιμάται αμέριμνη» πάνω σε «κόκκινα και μαύρα» σεντόνια. Στο σαλόνι μέσα σε ένα «παλιό έπιπλο» έχει καταχωνιάσει ενθύμια και προσωπικά αντικείμενα μιας γυναίκας η οποία (συμβολικά και από άποψης κοσμοαντίληψης) θα μπορούσε να είναι μητέρα της (Όλυα Λαζαρίζου) που απ’ότι φαίνεται υπήρξε  παιδί της γενιάς του '70 και με αριστερό παρελθόν. Την ίδια ώρα βλέπουμε μια άλλη κοπέλα με «κόκκινο»  πέτσινο (Βιργινία Κλαστάδα) να ψάχνει. Για  να είμαι ειλικρινής, εγώ στη θέση της θα έπαιρνα τουλάχιστον έναν δίσκο, μέσα σε τόσα αντικείμενα, αλλά αυτή ενώ ετοιμάζεται να φύγει από το σπίτι, επιλέγει τελικά μια «ασήμαντη πλαστική κασσέτα»  από τις αμέτρητες  που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο τη δεκαετία του '80 και αφήνει πίσω το κουτί  επιδεικτικά  για να γίνει αντιληπτή  η απουσία. Το κορίτσι βρίσκει το άδειο κουτί της κασσέτας  και ξαφνικά, ένα αντικείμενο  που μέχρι τώρα φαίνεται να αγνοούσε πως υπάρχει  μέσα στα «κειμήλια του παρελθόντος» αρχίζει να την απασχολεί  και αυτό δημιουργεί κάποιο κίνητρο που χρειάζεται από άποψη σεναρίου για να  ξεκινήσει να ψάχνεται.
Το κλισέ στη σκηνή είναι προφανές. Ο συμβολισμός που είναι;
Όσοι  γνωρίζουν για την Ανεξάρτητη σκηνή του '80 στην Ελλάδα  ξέρουν τι ψάχνουν να βρουν στην ταινία και αν κάτι λείπει θα το καταλάβουν. Όσους όμως δεν ξέρουν τίποτα σχετικά με το θέμα  (ναι, υπάρχει και τέτοια φυλή θεατών) και επιλέξουν τελικά να κάνουν μια βουτιά στο άγνωστο παρελθόν λόγω του βασικού θέματος της ταινίας, η σκηνή της «κλεμμένης κασσέτας» τους αφορά περισσότερο. Ο ρόλος της κοπέλας  που βρίσκει αφορμή να στρέψει το βλέμμα προς τα πίσω χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει, συμβολίζει και αυτούς.  Θα την ακολουθήσουν λοιπόν στην νοσταλγική (από την πλευρά της πάντα) αναζήτηση  και στο δρόμο, μοιραία, θα πέσουν όπως και εκείνη, πάνω σε κάτι παράξενους τύπους που δεν θα την εμποδίσουν αλλά μάλλον θα την μπερδέψουν σχετικά με τις «παλιές, καλές εποχές» τις οποίες ψάχνει.  Αυτοί οι τύποι ανήκουν σε ένα ιδιαίτερο κομμάτι της λεγόμενης «γενιάς του 80». Αυτοί λοιπόν, για κάποιους λόγους που θα ακούσουμε από το στόμα των ίδιων, αντιπάθησαν από την αρχή τα κλισέ  και «ξέχασαν να ζητήσουν 'Άσυλο'» . Αγάπησαν παράφορα τον συμβολισμό  όμως -για να μπορέσουν να σταθούν κάτω από τον «ευδαιμονικό ήλιο του ΠΑΣΟΚ» που έτυχε να ανατείλει στη γενιά τους και που έκαιγε επικίνδυνα.  Αυτός  ο συχνά βίαιος συμβολισμός  που ξεβράζεται άναρχα, σαν διαμαρτυρία μέσα από τον ήχο της Ανεξάρτητης ελληνικής σκηνής του '80 συνόδεψε από την αρχή μέχρι το τέλος μια δεκαετία και μαζί μια εποχή κι αυτό είναι κάτι που η ταινία οφείλει να καταγράψει ακόμα και αν σήμερα,  όπως λέει και το κλισέ, «έχουμε Δημοκρατία»  και «δεν υπάρχουν λόγοι διαμαρτυρίας».
Ο συμβολισμός είναι "μπανάλ" γενικώς, συμφωνώ,  αλλά δεν μπορείς να τον αποφύγεις τον γαμημένο.
Από την ώρα που ξυπνάς μέχρι την ώρα που κοιμάσαι, ότι κάνεις, λες και σκέφτεσαι κρύβει ένα σύμβολο από πίσω. Ο ίδιος σου ο εαυτός συμβολίζει κάτι. Η ζωή μπορεί επίσης να γίνει μπανάλ, κοινότοπη, κλισέ, ανά πάσα στιγμή. Και τότε αν αυτά που κάνεις, λες και σκέφτεσαι δεν σημαίνουν κάτι, θα γίνει ανυπόφορη.
Εντάξει πάλι κλισέ είπα αλλά καμιά φορά τα κλισέ λειτουργούν μια χαρά.
Η σκηνή 5 σεκάνς 3 ή αλλιώς  «η σκηνή της κλεμμένης κασσέτας» είναι σημαντική για την ταινία «ΕΔΩ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΣΥΛΟ» γιατί εκτός των άλλων εστιάζει στην κασσέτα σαν αντικείμενο που υπήρξε ανέκαθεν το σύμβολο της D.Ι.Υ.( Do It Yourself) τακτικής  στην οποία κατέφυγε η Ανεξάρτητη Σκηνή του '80 για να διαδώσει τον ήχο της, όταν κατάλαβε ότι οι δισκογραφικές εταιρίες  δεν πρόκειται να το κάνουν.
Πάνω απ’όλα όμως συμβολίζει ένα διαχρονικό κλισέ που θα σχετίζεται πάντα με το ροκ & ρολλ σε όλες του τις αποχρώσεις και είναι αυτό που λέει ότι «τα σκουπίδια του ενός είναι ο ανεκτίμητος θησαυρός του άλλου»

Μ. Καφαντάρης

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Stress για την αντιμετώπιση του άγχους


Πριν από οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να ξεκαθαρίσω οτι οι Stress υπήρξαν το συγκρότημα της περιοχής μου –οι δικοί μου άνθρωποι. Είχαμε κοινές παρέες, κοινά στέκια, ίδια ηλικία –ακόμα θυμάμαι την καφετέρια που σύχναζα πιτσιρικάς να σηκώνεται στο πόδι για να ακολουθήσει μια συναυλία των Stress. Επειδή τότε, το ’80, έτσι ήταν τα πράγματα –οι συνοικίες μετακινούνταν σε ρυθμό απόβασης, ταξίδι κανονικό από τα νότια για να φτάσουμε στο μακρινό, μυθικό, κέντρο της πόλης! 

Ήταν κιόλας κάμποσο περίεργα τα πράγματα τότε –οι μουσικές απόψεις δεν λύνονταν σε φιλολογικά τέια αλλά μπροστά (ενίοτε και πάνω) στη σκηνή με μπόλικο κλωτσομπουνίδι. Τα δικά μου μουσικά γούστα είχαν υποστεί μια τρομακτική μετάλλαξη από τη μέρα που άκουσα σε κάποια διαφημιστική εκπομπή δισκογραφικής εταιρείας τη διασκευή του «Something Else» από τον, μακαρίτη, Sid Vicious. Δεν υπάρχει λόγος να επεκταθώ –απλώς θα σημειώσω οτι από εκείνη τη στιγμή και μετά βούτηξα στο πανκ και το new wave με τη διαλλακτικότητα νεαρού ταλιμπάν.

Όταν ξανασυνάντησα τους Stress μετά από 30 περίπου χρόνια, θυμήθηκα αυτό ακριβώς –το πως νιώθαμε δηλαδή στην εφηβεία, τη νεότητα. Έφταιγε οτι ο Λούης κι ο Κώστας δεν είχαν αλλάξει καθόλου μέσα σ΄αυτά τα χρόνια –τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά (έχουν πουλήσει τις ψυχές τους στο διάβολο –ή στο ροκ εν ρολ –δεν εξηγείται αλλιώς!) «Γιατί ν΄αλλάξουμε;» αναρωτιέται ο Λούης. «Μήπως άλλαξε ο κόσμος; Άλλαξε το στρίμωγμα που τρώγαμε τότε; Απλώς τώρα έχουμε περισσότερες υποχρεώσεις». Για να συμπληρώσει ο Κώστας: «Άρα έχουν αλλάξει τα πράγματα –έχουν γίνει χειρότερα». 


Οι Stress τραγουδούσαν για όλους εμάς -για την αγωνία μας να μη μεγαλώσουμε, να μη γίνουμε μηχανικά εξαρτήματα ενός αδηφάγου συστήματος. Οι στίχοι τους ήταν απλοί και άμεσοι -το εφηβικό άγχος, ο φόβος, η απέχθεια για τη στράτευση, η αντίδραση στα ψεύτικα ιδανικά με τα οποία δηλητηριάζουν τα μυαλά των παιδιών -γι΄αυτό και μέχρι σήμερα έχουν απήχηση. Η κόρη μου είναι 12 χρονών αλλά καταλαβαίνει μια χαρά οτι οι στίχοι του "Άγχους" μιλάνε γι΄αυτή, μιλάνε γι΄αυτό που νιώθει, γι΄αυτό που τη δυναστεύει. Οι Stress ήταν και παραμένουν πανκ με την έννοια που έδινε σε αυτό το μουσικό ρεύμα ο Johnny Rotten όταν έλεγε πώς «όποιος δεν έχει ανοιχτά τα μάτια και τ΄αυτιά του δεν είναι πανκ –όποιος δε νιώθει όλα τα μουσικά είδη, δεν είναι πανκ». Ο Λούης σήμερα παίζει τρομπέτα στους Baclava Cubano –τι καλύτερη απόδειξη χρειάζεσαι;

Από την πρώτη μας κιόλας συνάντηση είχαμε κανονίσει να γίνει το γύρισμα για το ντοκυμαντέρ στο υπόγειο που προβάρανε τη δεκαετία του ’80 –εκείνο που φαίνεται στις κλασσικές, πλέον, φωτογραφίες του συγκροτήματος από τον Τουρκοβασίλη. «Δεν ξέρω σε τι κατάσταση είναι, έχω να πάω κοντά 20 χρόνια», είχε πει ο Κώστας –ξεκινήσαμε λοιπόν να το ανακαλύψουμε. Το υπογειάκι βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου –παρκάραμε απέξω και νόμιζα οτι θα δω ορδές πάνκηδων να ξεπηδάνε από εκεί κάτω, όπως τις εποχές που περνάγαμε απ΄έξω για να βρούμε δικά μας άτομα και να κατηφορίσουμε μαζί στο κέντρο της πόλης. 


Κατεβήκαμε τα σκαλιά προσεκτικά μη σπάσουμε κάνα κεφάλι, περάσαμε τον καυστήρα του κτιρίου, φτάσαμε στη γνωστή πόρτα –«ίδια έχει μείνει όπως τότε, βλέπεις; Studio Stress», χαμογέλασε ο Κώστας και ήταν η τελευταία φορά που το έκανε για εκείνη τη μέρα. Επειδή μετά ανοίξαμε την πόρτα και τα χαμόγελα πάγωσαν. Το στούντιο ήταν πλέον αποθήκη υδραυλικού –σωλήνες, βίδες, τζιβάνες (αυτές που στεγανοποιούν τις βρύσες, όχι οι άλλες, οι καλές)... Ο ένας τοίχος (εκείνος με τους τσιμεντόλιθους) είχε γκρεμιστεί –οι υπόλοιποι ήτανε τίγκα στα ραφάκια! Καθίσαμε λίγο εκεί μέσα, μέχρι να το χωνέψουμε και μετά βγήκαμε στο πεζοδρόμιο σα να μας είχαν μπουγελώσει. «Δε γίνεται γύρισμα εκεί μέσα», μουρμουρίζαμε. «Πάει κι ο τοίχος που γράφανε όλοι –έχει καλυφθεί από ραφάκια», έλεγε ο Κώστας. «Τι κάνουμε;» «Ας το γυρίσουμε αλλού!» Συμβαίνουν αυτά. Ήδη ο Κώστας μιλούσε με τον ντράμερ τους, το Νίκο, για να χρησιμοποιήσουμε το δικό του στούντιο –κανονικό στούντιο, κυριλέ, με όλα τα ροκφόρ που λένε και οι γραμματιζούμενοι. Τον έβλεπα όμως ότι ήτανε κάμποσο δαγκωμένος. «Ρε φίλε, εσύ πού θα ήθελες να κάνουμε το γύρισμα;» τον ρωτάω. «Εγώ ήθελα εδώ –αυτό ήταν το δικό μας μέρος –οπουδήποτε αλλού μπορεί να είναι καλύτερα, αλλά δεν θα είναι το ίδιο», μου απαντάει. Κι έχει δίκιο. «Πώς θα το κάνουμε;» απορώ. «Θα έρθουμε να το φτιάξουμε κανονικά», λέει ο Κώστας. «Μα γίνεται;» «Θα γίνει». Ο Νίκος ο Χανιώτης, ο φωτογράφος του ντοκυμαντέρ, έχει βγάλει ήδη φωτογραφίες του χώρου για να τις στείλουμε στον Μιχάλη τον Καφαντάρη, το σκηνοθέτη –εκείνος θα πάρει την τελική απόφαση. Καταλαβαίνω τον Κώστα απολύτως, δεν πιστεύω βέβαια οτι μπορούν να φτιάξουν αυτό το χάος που υπάρχει στο υπόγειο –αφήνω λοιπόν το αγγούρι της απόφασης στο σκηνοθέτη. Όταν φεύγει ο Κώστας, ζητάω από το Νίκο να δω τις φωτογραφίες που τράβηξε, περνάω τα καρεδάκια στην οθόνη της μηχανής και το πράγμα γίνεται ολοφάνερο. «Τι τράβηξες εδώ ρε άτιμε;» του λέω. «Αυτές, άμα τις δει ο Μιχάλης θα θελήσει να κάνει όλο το ντοκυμαντέρ εκεί μέσα!» Επειδή οι φωτογραφίες δείχνουν αυτά που εμείς (αγχωμένοι από τα πολλά ραφάκια) δεν είδαμε. Τον χώρο, το ιδιαίτερο φως που έχει... Το συναίσθημα –δεν ξέρω αν το περιγράφω σωστά. Και φυσικά, όταν βλέπει τις φωτογραφίες ο Μιχάλης μού λέει: «Το γύρισμα θα γίνει εκεί μέσα, δε σηκώνω κουβέντα, και πες τους να μην το κάνουν γυαλί το μέρος –θέλουμε να υπάρχει και κάμποση αποθήκη!» 

Περνάω τις υπόλοιπες μέρες σίγουρος οτι το γύρισμα δεν θα γίνει. Εντάξει, το μέρος είναι σκέτη ιστορία, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα το φέρουν για να μοιάζει με το παλιό στούντιο των Stress –παίρνω 40 τηλέφωνα τον Κώστα. «Όλα καλά;» «Ναι –μην ανησυχείς». «Μήπως θέλετε βοήθεια;» «Θα σου πούμε ρε συ –μην αγχώνεσαι». 


Σάββατο απόγευμα, η ομάδα γυρίζει κάποιες σημαντικές σκηνές από το μυθοπλαστικό κομμάτι με τη Βάσω την Καμαράτου και τη Βιργινία Κλαστάδα. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω κάτι. Όταν έφταχνα το σενάριο του ντοκυμαντέρ υπήρχαν  μονάχα δυο ρόλοι ηθοποιών -τους είχα γράψει σκεπτόμενος την Όλυα τη Λαζαρίδου και τη Βάσω την Καμαράτου. Καθαρά από διαίσθηση (σπανίως το παθαίνω) είχα δει μια σχέση ανάμεσα σ΄αυτές τις δυο γυναίκες -μια διαχρονική σύνδεση σχεδόν συγγενική. Αλλά τα σενάρια είναι ζωντανά πράγματα και αυτενεργούν. Κι εγώ είμαι άνθρωπος που μ΄αρέσει να ακούω τα σενάρια... Κάπως έτσι, την πρώτη φορά που βρεθήκαμε με τη Βάσω, γνώρισα και τη Βιργινία. «Θα έρθει μια φίλη μου», είχε πει η Βάσω. Εντάξει. Και σε λίγο σκάει απέναντι από τη τζαμαρία του μαγαζιού μια κοπέλα με κόκκινο μπουφάν και κόκκινη μοτοσυκλέτα, όσο παρκάρει τη χαζεύω. «Αυτή είναι», λέει η Βάσω. Τη θέλω! σκέφτομαι. Κι έτσι μπαίνει στο ντοκυμαντέρ η Βιργινία και μαζί της γεννιέται η προσωποποίηση ενός πολύ δυνατού ρόλου -δεν θέλω να γράψω περισσότερα για να μην καρφώσω την υπόθεση. 


Το γύρισμα του Σαββάτου είχε να κάνει με όλα αυτά -με την αγάπη, την αναζήτηση της οικειότητας, τη σκληρότητα των ανθρώπινων σχέσεων και την προδοσία που δεν είναι τέτοια -είναι απλώς το επακόλουθο τού «γιατί όχι;» Δύσκολα πράγματα για να τα καταγράψεις, ειδικά σ΄ένα ντοκυμαντέρ. Αλλά απαραίτητα στην περίπτωσή μας -επειδή μια ιστορία είναι πάντα μια ιστορία και πρέπει να ειπωθεί σωστά ή να σωπάσουμε. 


Λοιπόν, βλέποντας το υλικό των γυρισμάτων (ίσως μπορείς και να το διακρίνεις από τις φωτογραφίες) κατάλαβα οτι η ιστορία λέγεται όμορφα, ατμοσφαιρικά και μάλιστα αποκτά τις δικές της διαστάσεις -η ιστορία γίνεται για κάποιες στιγμές Βάσω και Βιργινία και το σενάριό μου γίνεται Μιχάλης Καφαντάρης και η ματιά της κάμερας έχει γίνει Νίκος Χανιώτης. Κι όλα αυτά με κάνουν να αισθάνομαι πολύ όμορφα, η αίσθηση οτι αυτό που ξεκίνησες μεγαλώνει, διαμορφώνεται πέρα από εσένα είναι αξεπέραστη. 


Κυριακή πρωί και το προηγούμενο βράδυ δεν έχω κοιμηθεί πάνω από μια ώρα γιατί σήμερα έχουμε Stress. Και το συγκρότημα και το συναίσθημα. Έρχεται ο Μιχάλης, μου λέει «έχω κοιμηθεί μισή ώρα, όλο το υπόλοιπο βράδυ στριφογύριζα και σκεφτόμουν –πρέπει να είδα ίσα με 5 ντοκυμαντέρ για να περάσει η νύχτα». Να πω οτι δεν τον καταλαβαίνω; 

Σύντομα αρχίζει η κίνηση –ο Κώστας με τον γιο του είναι ήδη εκεί, κατεβαίνουμε να δούμε το στούντιο και φυσικά οι μάγκες το έχουν κάνει καινούργιο! Δηλαδή παλιό! Σχεδόν όπως ήταν το ’80! Σε μια άκρη υπάρχουν ακόμα κάτι λίγα πλαστικά καφάσια με βρύσες και σωλήνες, αλλά το στούντιο είναι πάλι εδώ! Ο Κώστας στήνει το παλιό του μπάσο (εκείνο που είχε σπάσει στην τελευταία συναυλία του συγκροτήματος), κουβαλάει ενισχυτές, «κοντά 30 χρόνια έχω να το κάνω αυτό», μουρμουρίζει. Ο Λούης έρχεται με αφίσες, εξώφυλλα δίσκων, την παλιά του κιθάρα, την τρομπέτα του –το συνεργείο στήνει φώτα, μικρόφωνα και κάμερες. Τελευταίος φτάνει ο Νίκος, ο ντράμερ τους, κατευθείαν από τη δουλειά, άυπνος -παθαίνει ένα κάποιο σοκ. «Ρε μαλάκες, γυρίσαμε 30 χρόνια πίσω», ψιθυρίζει. Αμέσως μετά τη χώνεται στο Λούη: «δε μπορώ με τίποτα να σε συνηθίσω με την τρομπέτα». 

Ο Μιχάλης μάς κάνει νόημα: «αφήστε τους μόνους στο στούντιο, να κολλήσουν τις αφίσες τους». Εκτός από το συγκρότημα, μέσα στο στούντιο έχει μείνει ο Δημήτρης, ο ηχολήπτης, με το μικρόφωνο ανοιχτό ενώ ο Μιχάλης έχει χώσει τον Νίκο και τον Ραφαήλ απέξω, να σέρνονται στα παραθυράκια και να τραβάνε. Δεν βλέπωι τα πλάνα, αλλά ξέρω οτι έχουμε καταγράψει κάτι ανεπανάληπτο. Μια κυρία βγαίνει από τη μπαλκονόπορτα του ισογείου. «Ποιοι είσαστε εσείς; Τι κάνετε εδώ;» «Μην ανησυχείτε, κάνουμε γύρισμα», της εξηγώ. Όταν αργότερα το λέω στον Λούη με κοιτάζει πονηρά. «Έπρεπε να της πεις την αλήθεια. We are on a mission from god», ξεκαρδίζεται.


Ξεκινάει το γύρισμα με πλάνα χωρίς ήχο, όπου το συγκρότημα παίζει το δικό του μυθοπλαστικό μέρος, είμαι έξω μαζί με τον Γιάννη τον Αντύπα τον ηχολήπτη, το Δημήτρη το βοηθό του και τον τεράστιο Βασίλη Ζερβακάκη ή αλλιώς «το χαμίνι που βρίσκεται παντού και πάντα». Σαχλαμαρίζουμε, κουτσομπολεύουμε –εκείνη τη στιγμή σκάει ένας τυπάκος όχι μεγαλύτερος από 30 χρονών. Πλησιάζει διστακτικά. «Συγνώμη, είναι αλήθεια οτι εδώ ήταν το στούντιο των Stress;» «Ναι». «Τι λέτε ρε σεις! Εδώ ήταν –δε μου κάνετε πλάκα;» Ξύνω το κεφάλι μου –μας δουλεύει ο τύπος; Ο οποίος συνεχίζει ακάθεκτος. «Πήρα τηλέφωνο κάτι γνωστούς μου και μου το επιβεβαίωσαν οτι οι Stress ήταν από ‘δω, δεν το πίστευα! Ακούμε τους δίσκους τους από μικροί! Είναι κάτω τώρα δηλαδή;» «Κι εσύ ποιος είσαι αδερφέ μου;» «Ο υδραυλικός που έχω την αποθήκη! Δεν το ήξερα ρε παιδιά! Δηλαδή και να το ήξερα –τι να ΄κανα; Έπρεπε κάπου να βάλω τα πράγματα της δουλειάς. Είχα δει τα γραμμένα στους τοίχους κι έναν παλιό καναπέ, αλλά νόμισα οτι έμενε κάποιος πιτσιρικάς εκεί κάτω!» Ρε τι γίνεται στον κόσμο! Τον κατεβάζουμε στο υπόγειο και είναι σα να πήγαμε παιδί στο λούνα παρκ. «Να σας βγάλω φωτογραφίες, να τις δείξω στους φίλους μου!» Οι Stress στήνονται λίγο αμήχανοι, αλλά σύντομα το διασκεδάζουν. Ο τύπος είναι περιβόλι –τον κρατάμε μαζί μας στο γύρισμα, τον κερνάμε κι έναν καφέ. Το στουντιάκι ξαναζεί τις μέρες του ’80, όταν έμπαιναν εκεί μέσα καμιά εικοσαριά άτομα, ευτυχώς που έχει γκρεμιστεί ένας τοίχος αλλιώς θα παθαίναμε ασφυξία! 

Η συνέντευξη είναι δύσκολο πράγμα αν θέλεις, όχι να πληροφορηθείς, αλλά και να δεις. Εννοώ οτι όσο αποσκοπείς στο να πάρεις πληροφορία, τα πράγματα είναι απλά. Ρωτάς, σού απαντάνε, η κάμερα γράφει, ένα κινητό χτυπάει –το ξαναπάμε και βγαίνει διαφορετικό από προηγουμένως. Αλλά τέλος πάντων, αυτό είναι σχετικά εύκολο. Τι γίνεται όμως όταν ψάχνεις να δεις αυτούς τους ανθρώπους, να καταγράψεις την ιδιαιτερότητα τους, τη σημαντικότητα τους... Εκείνα τα στοιχεία που τα έχεις διακρίνει όσο πίνετε μπύρες και σχεδιάζετε το γύρισμα μαζί, αλλά μπροστά στον ανακριτικό φακό κρύβονται αμήχανα. Ήταν η μεγάλη μου αγωνία σχετικά με το συγκεκριμένο ντοκυμαντέρ κι ο λόγος για τον οποίο ήθελα να υπάρχει μυθοπλασία. Επειδή έψαχνα πώς θα καταγραφεί το συναίσθημα, η αίσθηση που σου αφήνει μια κουβέντα μαζί τους. Τα υπόλοιπα, όποιος θέλει, μπορεί να τα βρει σε γραπτές συνεντεύξεις και στις παρουσιάσεις των συγκροτημάτων –γεμάτο είναι το ίντερνετ. Αλλά τον αυτοσαρκασμό του Λούη, τη δύναμη που βγάζει ο Κώστας όταν σου μιλάει, την αφοπλιστική σταθερότητα του Νίκου –όλα αυτά (κι άλλα τόσα) πώς διάολο να τα βγάλεις όταν έχεις χώσει ένα μαρκούτσι πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων και είναι απέναντι ο μονόφθαλμος με το γυάλινο μάτι να τους καταγράφει;  Δεν ξέρω τον τρόπο, το παραδέχομαι, αλλά ο Μιχάλης ο Καφαντάρης έχει τη δική του μέθοδο. Αν αποδίδει ρωτάς; Τι να σου πω... Με τους Stress, για παράδειγμα, ξεκινήσαμε κουμπωμένα –τα παιδιά κάπνιζαν απανωτά τσιγάρα (μέχρι κι ο Νίκος άφησε στην άκρη το ηλεκτρονικό και χτύπησε 2-3 κανονικά) –σταματούσαμε, διορθώναμε, υπήρχε κάποιο ζόρι. Στην αρχή. 
 Στο τέλος όταν είχαμε ολοκληρώσει τη συνέντευξη και ετοιμαζόμασταν να μαζέψουμε, ο Λούης (που ξεκίνησε με το περισσότερο άγχος απ΄όλους) μάς λέει πονηρά: «Δε στήνουμε τώρα κι ένα μικρό σκετσάκι για κλείσιμο;» Τον κοίταζε ο Μιχάλης και δεν το πίστευε... Και το στήσαμε το σκετσάκι και βγήκε καλύτερο απ΄ότι θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε κι έπεσε τρελό γέλιο –θα τα δεις όλα αυτά κάποια στιγμή...
Όσο φορτώναμε τα αυτοκίνητα με βρήκε ο Κώστας και με ρώτησε: «Εντάξει; Είσαστε ευχαριστημένοι; Βγάλατε αυτό που θέλατε;» Του απάντησα τα τυπικά –ότι όλα καλά κι ελπίζω να είναι και αυτοί ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα. Αυτό που δεν του είπα είναι τους θαυμάζω –έγινα ακόμα περισσότερο φανατικός τους μετά από το γύρισμα. Αλλά δε λέγονται αυτά –λέγονται;

Υ.Γ.: Κυριακή βράδυ με πήρε τηλέφωνο ο Μιχάλης. «Δεν έχω ήχο ακόμα αλλά από τα πλάνα που βλέπω έχω εντυπωσιαστεί», μου είπε. «Υπάρχουν τα πάντα εκεί μέσα –υπάρχει θλίψη, υπάρχει χαβαλές, αγριάδα, φιλικά βλέμματα, κίνηση, απόγνωση –μιλάμε για τρομερή κινηματογράφιση! Μάλλον τα καταφέραμε καλά». Χαμογέλασα και μετά από κανά δεκάλεπτο ξεράθηκα εξαντλημένος στον καναπέ. Αυτά έχουν οι ωραίες φτιάξεις...

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Όλα εκείνα τα «μικρόβια» που δημιουργούν τα ευγενή ποτά


Ακόμα μια τρομερή συνέντευξη, ακόμα ένας μυθικός τύπος -Παν Πολυχρονόπουλος κυρίες και κύριοι! ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΙΣ, Forward Music Quintet -από τους καλύτερους περφόρμερ που πάτησαν σε ελληνικό σανίδι. Από αυτόν κι από αυτούς ξεκίνησαν όλα.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Ανεξέλεγκτος!

Ο θρυλικός Παν Πολυχρονόπουλος των ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΙΣ και των Forward Music Quintet είναι το ίδιο δυνατός με τότε κι αυτό είναι λόγος να χαμογελάμε όλοι μας.

Δώσε!


Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΣΠΑΜΕ (1984)

ΕΜΕΙΣ, ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΗΣ, ΝΕΚΡΗΣ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ : ΠΡΕΖΑΚΗΔΕΣ, ΦΡΗΚΣ, ΠΟΡΝΕΣ, ΡΑΔΙΟΠΕΙΡΑΤΕΣ, ΚΑΤΑΛΗΨΙΕΣ, ΧΑΣΙΚΛΗΔΕΣ, ΠΑΝΚΣ, ΚΑΜΙΚΑΖΙ, ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ, ΑΛΚΟΟΛΙΚΟΙ, ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ, ΤΡΑΒΕΣΤΙ, ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΙ, ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ, ΛΕΣΒΙΕΣ, ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ, ΛΟΥΜΠΕΝ, ΑΝΕΡΓΟΙ, ΑΣΤΕΓΟΙ, ΛΑΪΚΟΙ.

ΕΝΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΕΘΕΛΟΤΥΦΛΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ ΤΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥΣ, ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΦΟΡΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΔΥΝΑΜΗ, ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΕΧΘΡΑ, ΕΝΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΕΦΤΑΣΕ ΩΣ ΕΔΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ, ΜΙΖΕΡΙΑ, ΑΠΟΓΝΩΣΗ, ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ, ΕΝΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΟΙ ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΗΞΗ, ΣΤΟΝ ΦΟΝΟ, ΣΤΑ ΧΑΠΙΑ, ΣΤΙΣ ΚΛΟΠΕΣ, ΣΤΗΝ ΠΡΕΖΑ, ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ, ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ, ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ, ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ, ΣΤΟ ΑΛΚΟΟΛ, ΣΤΗΝ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ, ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ, ΣΤΑ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΑ, ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΛΑ, ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ, ΣΤΙΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΕΣ ΚΛΙΝΙΚΕΣ, ΣΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΩΝ "ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΩΝ", ΣΤΗΝ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ, ΣΤΑ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΑ.

ΕΜΕΙΣ, ΜΙΑ ΓΕΝΙΑ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΠΑΙΞΕ, ΔΕΝ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ, ΔΕΝ ΓΕΛΑΣΕ, ΔΕΝ ΧΑΡΗΚΕ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΗΤΑΝ ΠΝΙΓΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΗΜΕΝΗ ΣΤΑ ΧΑΣΑΠΙΚΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ, ΧΩΣΑΜΕ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΑΣ ΣΤΟ ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΝΤΥΘΗΚΑΜΕ ΣΤΑ ΑΙΜΑΤΑ. ΑΙΜΑ ΞΕΠΗΔΑΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΧΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΣΧΗΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΦΘΟΝΙΑ. ΚΛΕΙΣΤΗΚΑΜΕ ΣΤΑ ΓΚΕΤΤΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΤΟΥΜΕ, ΝΑ ΑΝΑΠΤΥΞΟΥΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, ΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΟΥΜΕ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΥΤΟΑΜΥΝΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΟΥΜΕ. ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΚΕΙ ΜΑΣ ΧΤΥΠΗΣΑΝΕ. ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΕΙΣ, Μ.Α.Τ., ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ, ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙΣ ΑΤΟΜΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΩΝ, ΞΥΛΟΔΑΡΜΟΙ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΒΑΡΙΕΣ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ, ΔΙΩΞΕΙΣ, ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ.

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΗΡΑΜΕ, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ, ΑΥΤΑ ΠΟΥ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΣ, ΠΗΡΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΣΤΗΣΕΙ "ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΚΑ" ΣΤΗΝ ΚΡΕΜΑΛΑ, ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ "ΗΘΙΚΗΣ", ΤΗΣ "ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ" ΚΑΙ ΤΗΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ" ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΩΝ. ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΤΗΝ ΖΩΗ, ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ, ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.

ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΠΗΡΑΜΕ ΜΙΑ ΕΚΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΕΝΗ ΦΥΛΑΚΗ ΟΠΟΥ ΟΙ ΠΑΠΑΔΕΣ, ΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ, ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ, ΟΙ ΠΑΙΔΟΝΟΜΟΙ, ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ, Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΜΑΣ ΜΟΙΡΑΖΑΝΕ ΜΕ ΤΟΝ ΣΩΛΗΝΑ ΤΟΥ ΓΚΑΖΙΟΥ ΤΙΣ "ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ"ΚΑΙ ΤΗΝ "ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ" ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΔΕΧΘΟΥΜΕ ΚΑΘΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, ΚΑΘΕ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ ΜΕΤΕΤΡΕΠΕ ΣΕ ΦΥΤΑ, ΥΠΗΡΕΤΕΣ, ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ, ΕΥΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΙΖΕΡΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ ΜΕ ΜΙΣΘΟ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ ΣΑΝ "ΔΩΡΑ" ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ ΜΑΣ.

ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΜΟΡΦΑ ΞΕΝΑ, ΣΙΧΑΜΕΡΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΣΑΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΓΑΜΗΣΕΙ ΣΤΟΝ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟ ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΠΕΤΑΞΕΙ ΝΑ ΚΑΡΦΩΘΟΥΜΕ ΣΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ. ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ, ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΙ ΣΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, ΣΤΗ ΒΡΩΜΙΑ, ΣΤΑ ΣΚΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΑΣΠΗ ΠΟΥ ΑΦΟΜΟΙΩΝΕΤΕ ΚΑΙ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΕ 24 ΩΡΕΣ. ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΣΑΣ, ΔΕΝ ΧΤΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ ΜΑΣ, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΦΟΒΗΘΗΚΑΜΕ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΣΑΣ, ΤΑ ΑΝΤΙΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΑ ΣΑΣ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΑ, ΤΙΣ ΚΛΟΥΒΕΣ ΣΑΣ, ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΣΑΣ, ΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΣΑΣ. ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΙΣΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΕΞΙΕΣ ΜΕΡΙΕΣ ΜΑΣ ΚΛΕΙΝΟΥΝ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΑΝΑΓΚΑΖΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ ΣΚΙΑ ΣΤΙΣ ΠΛΟΥΣΙΕΣ, ΠΟΛΥΤΕΛΕΣΤΑΤΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΒΙΤΡΙΝΕΣ ΤΩΝ ΦΑΣΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΟΙΚΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΟΜΩΝ, ΞΕΡΟΥΝ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΙ ΖΗΤΑΜΕ. ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ, ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ, ΤΑΡΙΧΕΥΜΕΝΟΙ , ΣΚΥΜΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΝΤΑΦΙΑΣΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΜΕ ΟΠΟΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΠΟΥ ΣΑΣ ΒΟΛΕΥΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΑΠΟΚΑΛΕΙΤΕ ΚΑΙ ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΖΗΤΑΤΕ ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΜΑΣ, ΤΗΝ ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΑΞΗ ΜΑΣ, ΜΑΘΕΤΕ ΠΩΣ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΘΑ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΟΡΘΙΟ ΣΤΟΝ ΗΔΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΜΕΝΟ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΛΑΝΗΤΗ ΣΑΣ. ΑΡΝΟΥΜΑΣΤΕ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΥΜΕ, ΝΑ ΕΝΤΑΧΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΘΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΣ, ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΗΝ "ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ" ΣΑΣ. Η ΒΙΑ ΤΩΝ ΜΠΑΤΣΩΝ ΦΕΡΝΕΙ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΣΑ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΗΝ ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΑΝΤΙΒΙΑ, ΤΗΝ ΕΞΕΡΓΕΣΗ, ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ.

ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΥΝΤΗΡΙΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΙΑ ΜΠΟΧΑ ΑΠΟ ΤΑ ΝΥΧΙΑ , ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΑΠΙΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ. ΓΥΡΩ ΜΑΣ ΕΝΑΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΠΟΥ ΣΠΑΡΤΑΡΑΕΙ, ΨΑΧΝΕΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΡΑΥΓΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΟΥ, ΕΝΑΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΞΕΨΥΧΑΕΙ ΣΤΙΣ ΔΕΞΙΩΣΕΙΣ, ΣΤΑ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ, ΣΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ, ΣΤΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ, ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ, ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΑΠΑΘΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΩΝ. ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΛΕΨΑΝΕ, ΜΑΣ ΑΝΗΚΟΥΝ. ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ. ΣΤΗ ΖΩΗ Ή ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ, ΟΛΑ Ή ΤΙΠΟΤΑ. ΦΟΝΙΑΔΕΣ ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΕΜΤΖΗ, ΤΗΝ ΡΟΖΕΝΤΑΛ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟ, ΛΗΣΤΕΣ ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΤΣΟΥΒΑΛΑΚΗΔΕΣ, ΤΟΝ ΒΕΝΑΡΔΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΕΛΕΤΗ ΘΑ ΚΑΝΟΥΝ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ. ΔΕΝ ΘΑ ΜΥΡΙΖΕΙ ΤΟΤΕ ΤΙΠΟΤΕ ΠΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ. ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΟΜΩΣ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ.....

ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΣΠΑΜΕ.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΟΜΑΔΩΝ ΚΑΙ ΑΤΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ. 

 

Υ.Γ.: Το παραπάνω κείμενο υπήρχε σε αφίσα που κυκλοφόρησε το '84. Το αναδημοσιεύω αν και ο Παναγιώτης ο Παπαδόπουλος (Κάιν) ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την κυκλοφορία της, έχει αποκηρύξει το περιεχόμενο της συγκεκριμένης αφίσας θεωρώντας ότι έβλαψε το αναρχικό κίνημα. Παρ΄όλα αυτά, το κείμενο της αφίσας παραμένει συγκλονιστικό, κατά την προσωπική μου άποψη.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο -Σκηνή 29α-β

Αν διάβασες αυτό το ποστ και είχες την εντύπωση οτι τα περιέγραψα κάπως υπερβολικά, εξωραϊσμένα, αγγελικά πλασμένα ξέρω ΄γω, ρίξε μια ματιά στο βιντεάκι που έφτιαξε ο Μιχάλης Καφαντάρης χρησιμοποιώντας κομμάτια από τις σκηνές του πρώτου γυρίσματος. Θα καταλάβεις οτι μάλλον μετριοπαθής ήμουν στην περιγραφή μου.




Πάμε, φύγαμε...

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Pro Cabaret


Υπάρχουν πολλά είδη κούρασης. Διαφορετικό είναι, ας πούμε, να χορεύεις σ΄ένα κλαμπ από το να δουλεύεις σ΄ένα φούρνο –κουρασμένος γυρνάς σπίτι σου και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όμως δεν είναι το ίδιο πράγμα. Κι έτσι συμβαίνει συνέχεια στη ζωή, υπάρχει αυτή η κούραση που σε κάνει να βλαστημάς την ώρα που αποφάσισες να μπλέξεις σε μια κατάσταση και η άλλη κούραση που σε ρίχνει στον καναπέ εξουθενωμένο, μ΄ένα χαμόγελο ευτυχίας στη φάτσα να ονειροπολείς όσοι οι άλλοι γύρω σου αναρωτιούνται: «εγκεφαλικό ή απλή μαλάκυνση;»

Ξεκινώντας να κάνουμε το ντοκυμαντέρ τα περάσαμε και τα δύο είδη κούρασης. Υπήρχαν απογεύματα που προσπαθούσαμε να εμψυχώσουμε ο ένας τον άλλο, «δεν πειράζει, άστους –δεν καταλαβαίνουν τι πάμε να κάνουμε –εμείς προχωράμε». Ήταν κάτι μαζέματα στο πεζοδρόμιο, άρτι απορριφθέντες από μια ακόμα εταιρεία παραγωγής –για ένα τελευταίο τσιγάρο και ανασκόπηση της κατάστασης, με τον Μιχάλη τον Καφαντάρη να χαμογελάει καθησυχαστικά, «εντάξει, δε μασάμε», με το Νίκο το Χανιώτη να κοιτάζει αγριεμένα το υπερπέραν, «πάμε μόνοι μας και θα τη βρούμε την άκρη». Κι εγώ πολύ αγχωμένος να σκέφτομαι οτι έχουμε πει σε τόσους ανθρώπους οτι θα το κάνουμε, έχουμε εκτεθεί όσο ο χρόνος περνάει και στο τέλος θα καταντήσουμε γραφικοί –αλλά ρε παιδί μου, ευτυχώς έχω μαζί μου αυτούς τους δύο, δεν είμαι μόνος, δεν είμαι πλέον «ο τρελός της πλατείας Αγάμων». Αυτό ήταν το ένα είδος κούρασης.

Ίσως να φταίγαμε κι εμείς γιατί δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι ήμασταν ικανοί να κάνουμε, ίσως, από την άλλη, το άγχος μας να εξασφαλίσουμε την ευτυχή κατάληξη μάς εμπόδιζε να ξεκινήσουμε μ΄αυτά που ήδη είχαμε και, φίλε μου, αν δεν ξεκινήσεις τίποτα δεν πρόκειται να έρθει να σε βρει από μόνο του. Κάπως έτσι – μπουχτίσαμε και θυμώσαμε.

Η ιδέα του ντοκυμαντέρ δημιουργήθηκε από αυτά ακριβώς τα συναισθήματα, είχαμε μπουχτίσει με τις βλακείες που κυκλοφορούν για τη δεκαετία του ΄80 και ήμασταν θυμωμένοι επειδή όλη εκείνη η μουσική κίνηση διαγράφηκε με συνοπτικές διαδικασίες –έτσι αποφασίσαμε να ακουστεί και η άλλη άποψη. Και τώρα, μπουχτισμένοι και θυμωμένοι μετρηθήκαμε –είδαμε οτι είμαστε λίγοι αλλά καλοί. Και καθόλου μόνοι. Επειδή στην τελική δεν μετράνε τα μέσα, μετράνε οι άνθρωποι κι εμείς έχουμε τους καλύτερους να μας στηρίζουν.

Σάββατο βράδυ κανένας μας δεν κοιμήθηκε –ψάχναμε να βρούμε τι είχαμε ξεχάσει, ο Μιχάλης με το Νίκο γυρίζανε τις σκηνές στο κεφάλι τους, ψάχνανε για απρόβλεπτες δυσκολίες, λύνανε εξισώσεις με δεκάδες μεταβλητές, κυνηγάγανε να στριμώξουν τον άγνωστο Χ. Το γύρισμα ήταν κανονισμένο για Κυριακή πρωί, στις 9:30, στο Mad club –αυτό το κομμάτι ιστορίας που ξεκίνησε στα τέλη του ’70 σαν Trip από την Πλάκα και πορεύεται μέχρι σήμερα. 

Storyboard στη μπάρα

Ο Μιχάλης είναι έξω από το μαγαζί μιάμιση ώρα νωρίτερα, ο Δημήτρης ο ηχολήπτης ο οποίος έρχεται να καλύψει κάποιο απρόβλεπτο μπλέξιμο που έτυχε στον Γιάννη τον Αντύπα παρκάρει τη μηχανή του ακριβώς τη στιγμή που παρκάρουμε κι εμείς το αυτοκίνητο. Κουβαλάμε σάντουιτς, ένα κέικ πολύ επιτυχημένο της Βάσως, χυμούς, καφέδες, νερά –ετοιμαζόμαστε για αποκλεισμό. Ο Αντώνης Σιακφάς από το Mad είναι ήδη εκεί και μας περιμένει. Έχω το συνηθισμένο άγχος με τα καινούργια πρόσωπα –θα μπορούμε να συνεννοηθούμε με τον καινούργιο ηχολήπτη, πόσο θα μας αντέξει ο Αντώνης που δούλευε την προηγούμενη στο μπαρ και είναι με τρεις ώρες ύπνο; Μετά από 5 λεπτά βρισκόμαστε χαβαλεδιάζουμε με τον Αντώνη και στο τέταρτο ρωτάω τον Δημήτρη: «ρε φίλε, από πού σε ξέρω;» Οικειότητα –πάει το ένα άγχος.

Βασίληζς Ζερβακάκης -το χαμίνι
 Είναι μαζί μας η Άντα η Λαμπάρα κι ο Σπύρος ο Φάρος που συμμετέχουν στη μια από τις δυο σκηνές και περιμένουμε τον Γιώργο Κουλούρη με τον Φοίβο Περγιαλιώτη από τους South of no North για την άλλη σκηνή. Τον Γιώργο τον ξέρω, τον γνώρισα μέσα από την προετοιμασία για τις συνεντεύξεις του ντοκυμαντέρ και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γι΄αυτό. Αλλά τον Φοίβο δεν τον έχω γνωρίσει κι έτσι θα πρέπει να πάρω συνέντευξη από κάποιον που βλέπω πρώτη φορά –μίλησε κανείς για άγχος; Και λίγα λες φιλαράκο! Οι υπόλοιποι στήνουν τα φώτα, ο Μιχάλης μάς συστήνει την Έλενα τη βοηθό του (ούτε αυτή την ξέρω αλλά είναι πολύ φιλική και οργανωτική), η Άντα με το Σπύρο πίνουν καφέ περιμένοντας κι εγώ μπλέκομαι στα πόδια όλων, δημιουργώντας προβλήματα. 

Άντα Λαμπάρα -Σπύρος Φάρος, ατέλειωτη αναμονή

Τότε μπαίνουν οι 2 South. Κι αρχίζει ο χαμός. Οι τύποι είναι σίφουνες, κοροϊδεύουν, πειράζονται μεταξύ τους, κάνουν πλάκα σε όλο το συνεργείο όσο πίνουν καφέ και τους εξηγεί ο Μιχάλης τι ακριβώς πρέπει να γίνει στο γύρισμα. Έχω γνωρίσει τύπους με τρομερή πλάκα κι έχω γνωρίσει ανθρώπους με βαριά σκιά –επιβλητικούς, ας πούμε –που ντρέπεσαι να τους μιλήσεις. Ε, ο Γιώργος με τον Φοίβο είναι και τα δύο ταυτόχρονα. Με τον Φοίβο αποκτάμε οικειότητα στο δίλεπτο, αποκτάμε μέχρι και προσωπικό αστείο όπου φτιάχνουμε μια φανταστική υπόθεση –και καλά οτι όλα αυτά είναι μια συνωμοσία του Γιώργου με σκοπό να τον υποβαθμίσει, γιατί μια ζωή τον ζήλευε. Ο Γιώργος το παίρνει αμέσως χαμπάρι και το παίζει κανονικά –γίνεται μια ατμόσφαιρα σκέτο πάρτυ, το γύρισμα πάει ολοταχώς για παιδική χαρά, ο Μιχάλης φωνάζει να ησυχάσουμε –ησυχάζουμε. Ο Βασίλης ο Ζερβακάκης που είναι στο συνεργείο λόγω φανατισμού για το συγκεκριμένο είδος μουσικής εμφανίζεται από το πουθενά με μια σακούλα παγωτά: «φάτε, δε σηκώνω αντίρρηση –τώρα για να μη λιώσουν». Ακροβατούμε στον πανικό αλλά μας αρέσει.

O Φοίβος εξαπολύει δριμύ κατηγορώ εναντίον του Γιώργου
 Αρχίζει το γύρισμα, μια ερώτηση στην Άντα και μια στο Σπύρο για να χρησιμοποιηθούν εμβόλιμα. Γρήγορα πράγματα –το συνεργείο καθηλώνεται όσο μιλάει ο Σπύρος επειδή έχουμε μπροστά μας έναν άνθρωπο που παλεύει χρόνια με τους προσωπικούς του δαίμονες κι ακόμα αντιστέκεται χαμογελαστός. Σε κάποια φάση κάνει λάθος με μια χρονολογία, ο Νίκος μάς σκουντάει, ο Μιχάλης τού κάνει νόημα: «άστον, μην τον διακόψεις με τίποτα». Όταν περάσουν τα χρόνια κι αν ο κόσμος γίνει πιο ευαίσθητος θα γραφτούν βιβλία για τον Σπύρο το Φάρο και θα τον λένε «καταραμένο ποιητή», «αυτοκαταστροφικό διανοούμενο» κι άλλα τέτοια που συνηθίζονται όταν θέλεις να περιγράψεις κάτι δυνατό αλλά έχεις ξεμείνει από λέξεις. Για την ώρα, ο Σπύρος εξακολουθεί να υπάρχει κόντρα σε κάθε πιθανότητα.

Ο Σπύρος Φάρος έτοιμος


Κάνουμε τη συνέντευξη με τους South  αφού έχουμε διαλυθεί ψάχνοντας το σωστό φωτισμό. Είναι μια οριακή συνέντευξη γιατί τελικά τους τοποθετούμε στο πουθενά κι όλο το συνεργείο κρέμεται γύρω τους –σαν τσαμπιά σταφύλια. Ο Ραφαήλ Κομίνης στέκεται σε μισό σκαλί για να παίρνει πλάνα κι ο Νίκος ο Χανιώτης μπουσουλάει για να κάνει τα «υποκειμενικά». Εγώ σκαρφαλωμένος σε ένα ξύλινο παρτέρι περιμένω πότε θα φάω τα μούτρα μου ενώ ο ήλιος από τη τζαμαρία πίσω μου καίει σαν εφοριακός με απλήρωτο στεγαστικό. Ιδρώνω, ιδρώνουμε, στριμωχνόμαστε –όλοι εκτός από τον Γιώργο και το Φοίβο. Οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν Χριστό –ήρεμοι στον καναπέ απαντάνε τις ερωτήσεις, μιλάνε μεταξύ τους, καπνίζουν –τίποτα δε φαίνεται να τους επηρεάζει.
Κάτι ριζίτικα που ακούγονται από το κοντινό φαγάδικο μάς αναγκάζουν να μεταφέρουμε το σκηνικό αλλού. Κι εκεί ανακαλύπτουμε οτι το γύρισμα κινδυνεύει, το συνεργείο έχει δουλέψει κοντά τέσσερεις ώρες συνεχόμενα, έχουμε αρχίσει να ρετάρουμε και ο χρόνος μάς πιέζει, γιατί αρχίζουν ν΄ανοίγουν οι κοντινές ταβέρνες οπότε, αντίο καθαρός ήχος! Θέλουμε διάλειμμα αλλά δεν έχουμε χρόνο για διάλειμμα –τόσο απλά είναι τα πράγματα. Αποφεύγω να κοιτάξω τον Μιχάλη όντας σίγουρος οτι βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. 

Ο Σπύρος μιλάει για τον Fill

Τι κάνεις όταν όλα γύρω σου κοντεύουν να διαλυθούν; Φεύγεις για να σώσεις οτι έχεις ή πας για τα πάντα; Το πρώτο είναι το σοφότερο ενώ το δεύτερο είναι πιο ενδιαφέρον κι ο Μιχάλης είναι ενδιαφέρων τύπος. Δίνει λοιπόν εντολή «καταστρέψτε το γύρισμα!» κι αυτό που ακολουθεί θα πρέπει να το δεις στην οθόνη για να το καταλάβεις –κάθε περιγραφή θα το αδικούσε. Αποτέλεσμα είναι οτι όλοι λύνονται, η συνέχεια της συνέντευξης των South μετατρέπεται σε «γουέστερν δωματίου» (όποιος θυμάται –καταλαβαίνει τι εννοώ). Κάνουμε διάλειμμα γιατί πλέον μάς μένουν μονάχα οι σκηνές μυθοπλασίας και δεν χρειαζόμαστε ήχο. Λέω στον Δημήτρη τον ηχολήπτη: «τέλος ο ήχος, μπορείς να φύγεις άμα θέλεις» -με κοιτάζει απορημένος: «με διώχνεις; δεν πάω πουθενά!» Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον γνώριζα από πριν κι αυτός δεν γνώριζε τίποτα για τη μουσική της ανεξάρτητης σκηνής του ΄80 –μετά από μια μέρα γύρισμα (που του βγάλαμε την Παναγία) δεν θέλει να φύγει, δεν θέλει να χάσει τη συνέχεια!
Και τότε εμφανίζεται ο Νικηφόρος Βουράκης, ιδιοκτήτης του μαγαζιού με συμμετοχή από την εποχή της Trip. «Εντάξει», σκέφτομαι, «τώρα θα μας πετάξει έξω, έτσι όπως του το έχουμε διαλύσει το μέρος». Τον βλέπω κάτι να λέει με τον Γιώργο και το Φοίβο, μετά με πλησιάζει και μου δίνει το χέρι του: «συγχαρητήρια γι΄αυτό που κάνετε όλοι σας –είναι πολύ σπουδαίο και μ΄έχετε συγκινήσει». Μένω κάπως μαλάκας όσο γυρνάει στον Αντώνη που βρίσκεται πίσω από τη μπάρα: «Έτσι τα έχεις τα παιδιά; Κέρνα –να πιούν ότι θέλουν». Μίλησε κανένας για πάρτυ;

Κι έτσι, χωρίς προειδοποίηση, ανακαλύπτουμε οτι γυρίσαμε πίσω στο χρόνο –βρισκόμαστε σ΄ένα μπαράκι του ’80 απ΄αυτά που όλοι είναι γνωστοί με όλους και όλοι φωνάζουν. Ο Αντώνης βάζει Bauhaus, ο Φοίβος δίπλα μου γελάει: «βρε τι μου θυμίζει αυτό το κομμάτι να δεις...», ο Γιώργος με το Σπύρο λένε στον Δημήτρη τον ηχολήπτη για τα ηχητικά που είχαν στις συναυλίες του ’80, για τις ηχομονώσεις με υαλοβάμβακα που έμαθαν μετά από χρόνια οτι είναι επικίνδυνες, «μετά από λίγο είχαμε αναπνεύσει όλο τον ύαλο και έμενε στον τοίχο σκέτος βάμβακας», παρεμβαίνει ο Φοίβος –στο μπαρ έχουν μαζευτεί κάμποσοι γύρω από την Άντα κι ο Μιχάλης, σε μια γωνιά σπρώχνεται με τη Βιργινία Κλαστάδα η οποία ετοιμάζεται για τη σκηνή της. «Πηγαίνετε στη μπάρα, θα γίνετε όλοι σκηνικό», λέει ο Μιχάλης –άλλο που δεν θέλουμε!
Η σκηνή της Βιργινίας με τον Γιώργο βγαίνει μέσα από ένα κανιβάλισμα τόσο γεμάτο ένταση που στο τέλος δεν ξέρω αν κάνουμε πλάκα ή ετοιμαζόμαστε να πλακωθούμε στο ξύλο. Πίνω τη μπύρα μου, ανάβω τσιγάρο –δεν θέλω να ξέρω, θα ρωτήσω κάποια άλλη στιγμή...

Η Βιργινία Κλαστάδα προετοιμάζει την απειλή της
 Ο Μιχάλης παίρνει την Άντα και το Σπύρο για τη δική τους σκηνή –κάπου χάνονται, τους ξεχνάω, περνάω καλά εδώ. Θυμάμαι όμως οτι πρέπει να γράψουμε και 2 φράσεις over οι οποίες θα ακούγονται στη σκηνή του Γιώργου με τη Βιργινία, παίρνω το Γιώργο παράμερα –ο τύπος είναι κανονικός επαγγελματίας, δεν έχει κανένα πρόβλημα να πει ατάκες μετά από όλον αυτό το χαμό. Βουτάω και τον ηχολήπτη, ξεκινάμε, ο Γιώργος λέει τις ατάκες του με τη μία, χωρίς πρόβα, χωρίς τίποτα. «Κάνουν φασαρία οι άλλοι από κάτω κι ακούγονται –θα πρέπει να το ξαναπάμε», λέει ο ηχολήπτης. Το ξαναπάμε –ο Γιώργος άψογος. «Πάλι φασαρία», λέει ο ηχολήπτης. Βγαίνω έξω, στο κάτω μέρος του μαγαζιού το υπόλοιπο συνεργείο γυρίζει τη σκηνή της Άντας και του Σπύρου. «Ησυχία ρε! Γράφουμε!» φωνάζω. Προβάλει το κεφάλι του Μιχάλη από τις σκάλες και με κοιτάζει σαν εξωγήινο: «Ρε μαλάκα –είσαι σοβαρός; Λέει ο παραγωγός στο συνεργείο να κάνει ησυχία γιατί γράφει; Τα έχουμε γαμήσει όλα δηλαδή;» Το σκέφτομαι –έχει δίκιο. Αλλά κι εγώ τι να κάνω; Αφού γράφουμε! «Εντάξει», λέω, «κάντε τώρα ησυχία γιατί γράφουμε!» Ο Γιώργος λέει για τρίτη φορά τις ατάκες του –εξίσου άψογος! 
Οδηγίες στη Βιργινία
 Σε λίγο ανεβαίνει ο Μιχάλης, με πιάνει σε μια γωνιά: «μαλάκα, γυρίσαμε τη σκηνή καλύτερα κι από το να είχαμε ηθοποιούς, δεν θα το πιστέψεις όταν τη δεις –τι είναι αυτοί;» Χαμογελάω –«είναι τα ινδάλματά μου», σκέφτομαι. Αλλά δεν λέω τίποτα.

Ο Μιχάλης Καφαντάρης στα όρια κι ο Νίκος Χανιώτης ψύχραιμος
 Το γύρισμα τελειώνει κι αν είχαμε κουράγιο θα στεναχωριόμασταν αλλά δεν έχουμε δύναμη ούτε γι΄αυτό. Είμαστε 9 ώρες κλεισμένοι στο μπαρ, όταν βγαίνουμε έξω νιώθουμε σαν αστροναύτες στη σελήνη. Ο Γιώργος με το Φοίβο ακμαιότατοι βεβαίως! Λες και τώρα έρχονται για το γύρισμα –μέσα στην ενέργεια! Αγκαλιαζόμαστε, κανονίζουμε να ξαναβρεθούμε. Τους βλέπω να φεύγουν και δεν το πιστεύω οτι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Επειδή κάποιοι άνθρωποι είναι τσακωμένοι με το χρόνο και οι υπόλοιποι είμαστε υποταγμένοι στο χρόνο αλλά για τους South  ο χρόνος μοιάζει με παιδικό παιχνίδι –τον διαλύουν και τον ξαναστήνουν όπως αυτοί γουστάρουν....

Σήμερα το πρωί ξεκίνησα να γράφω αυτό το κομμάτι, έτσι για να θυμόμαστε το πρώτο μας γύρισμα και για ευχαριστήσω τον Γιώργο, τον Φοίβο, την Άντα και το Σπύρο για την αντοχή τους και την εμπειρία που μας πρόσφεραν. Και τον Αντώνη Σιακφά και τον Νικηφόρο Βουράκη που μας φιλοξένησαν. Και τη Βιργινία Κλαστάδα για την υπομονή της και την Έλενα, τον Βασίλη και τον Ραφαήλ για τη φοβερή δουλειά τους και...

Αλλά λέω καλύτερα να πάρω ένα τηλέφωνο τον Γιώργο τον Κουλούρη να δω κι αυτός πώς τα πέρασε –αρκετά με τα δικά μου ε;

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Free WordPress Themes | Background by Toolbox | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Enterprise Project Management