Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

"House of the damned"

«Αντί πινακίου φακής» -στην κυριολεξία… Τους έχεις σαν παιδιά σου, τους φροντίζεις, τους συμβουλεύεις κι εκείνοι δε διστάζουν να σε πουλήσουν «αντί πινακίου φακής» όταν έρθουν τα δύσκολα! Σε μπέρδεψα; Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή…

Όλα ξεκίνησαν από ένα γύρισμα που ακυρώθηκε για τεχνικούς λόγους. Ευτυχώς δεν είχα δεσμεύσει ακόμα τους ανθρώπους θα συμμετείχαν, τέλος πάντων, βρέθηκα λίγο ξεκρέμαστος και στην ανάγκη να προχωρήσουμε άμεσα το ντοκυμαντέρ με κάτι απλό, εύκολο και γρήγορο. Μια συνέντευξη, σε κλειστό χώρο –σπίτι ας πούμε ή κάτι τέτοιο –η οποία δεν θα άφηνε μεγάλο χρονικό χάσμα από το προηγούμενό μας γύρισμα (επειδή τα χάσματα φέρνουν χασμουρητά στο συνεργείο).
Όταν οργάνωνα τις συνεντεύξεις (πριν κάνα δυο χρόνια περίπου) ο Μπάμπης ο Δαλίδης (ντράμερ των Villa 21 και ιδιοκτήτης της μυθικής Creep) ανάρρωνε από ένα πολύ άσχημο ατύχημα με μοτοσυκλέτα –υπολόγιζα λοιπόν, τότε, ότι θα έπρεπε να του κάνουμε μια συνέντευξη στο σπίτι του, να μην τον τραβολογάμε και τον ταλαιπωρούμε, χτυπημένο άνθρωπο. «Ωραία»,  σκέφτηκα, «ας κάνουμε τώρα τον Μπάμπη –εύκολο θα είναι»… κι αυτή ήταν μια πρόβλεψη τόσο ακριβής όσο του καπετάνιου στη γέφυρα του Τιτανικού την ώρα που αποφαίνεται ότι «έλα μωρέ, τζάμπα θα κάνουμε γύρους, δεν είναι παγόβουνο αυτό».
Αφού έτσι το έχω δει, παίρνω τηλέφωνο τον Μπάμπη, του εξηγώ τα καθέκαστα, χαίρεται, χαίρομαι, χαιρόμαστε αμφότεροι με δυο λόγια –αλλά μου λέει: «εντάξει, δικιά σας είναι η ταινία και δεν θέλω να επέμβω, όμως πολύ θα μου άρεσε να κάνατε το γύρισμα με την Creep μαζεμένη –να μοιάζει μ΄αυτό που γινόταν παλιά, όταν μαζευόμασταν σε σπίτι και περνάγαμε ωραία».  Όσο μού το περιγράφει, το βλέπω μπροστά μου το σκηνικό, βλέπω και το μέρος που θέλω να γυριστεί και το γουστάρω –κανονίζω να ξαναμιλήσουμε με Μπάμπη. Παίρνω τον Μιχάλη τον Καφαντάρη τον σκηνοθέτη του ντοκυμαντέρ. «Άμα σου κάνει σεναριακά –φτιάξτο να στείλτο μου να το δω», απαντάει ο Μιχάλης –κι αρχίζω καπάκι τις διαδικασίες. Τώρα, εσύ μπορεί να νομίζεις ότι είμαστε μια μεγάλη παραγωγή όπου άλλος κάνει ρεπεράζ, άλλος διεύθυνση, άλλος τούτο κι άλλος κείνο, όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι (κι απορώ πώς το νόμισες δηλαδή!) Πριν ξεκινήσω λοιπόν οτιδήποτε άλλο, πρέπει να εξασφαλίσω ότι έχουμε το σπίτι που σκέφτομαι για γύρισμα κι ότι το σπίτι κάνει σαν χώρος στον σκηνοθέτη και τον διευθυντή φωτογραφίας. Ανοίγω παρένθεση: Η πρόθεσή μου, μετά από την κουβέντα με τον Μπάμπη, είναι να δείξουμε την Creep σαν μια συμμορία αυτοεξόριστων σε κάποιο απομονωμένο σπίτι, οι οποίοι δέχονται μια εξωτερική απειλή. Για να το πετύχουμε αυτό δεν υπάρχει καλύτερος χώρος από το σπίτι όπου γυρίστηκε η «Ευριδίκη ΒΑ 2037» και το «Θα σε δω στην κόλαση, αγάπη μου» του Νίκου Νικολαϊδη. 

 Μιλάω λοιπόν με τους δικούς του ανθρώπους (οι οποίοι ανέχονται κάποια χρόνια τώρα το κόλλημά μου) και συμφωνούν να μας παραχωρήσουν το σπίτι για ένα Σάββατοκύριακο. Πηγαίνουμε με τον Μιχάλη και το Νίκο τον Χανιώτη, τον διευθυντή φωτογραφίας –ο χώρος μάς ταιριάζει γάντι. Ο Μιχάλης μάλιστα το θέτει ξεκάθαρα: «Γίνεται να μη μας κάνει ο χώρος; Δηλαδή ήτανε χαζός ο Νικολαϊδης που γύρισε 2 ταινίες εδώ κι εμείς είμαστε οι έξυπνοι;»

Έχουμε πλέον τον χώρο –αρχίζω τα τηλεφωνήματα για να κανονίσω με τα συγκροτήματα της Creep –δέχονται με χαρά. Οι ηθοποιοί επίσης. Το συνεργείο –όλα εντάξει. Μόνο που δεν έχω ακόμα σενάριο. Έχει περάσει κοντά βδομάδα που συναντηθήκαμε με τον Μπάμπη, τον Γιώργο τον Κουλούρη από τους South of no North και τον Κώστα το Μάστορη από τους Metro Decay (ο οποίος έχει βρεθεί για κάτι δουλειές στην Αθήνα, από τα Κύθηρα που μένει) κι ακόμα δεν έχω τίποτα να δώσω στον σκηνοθέτη. Το περίεργο είναι ότι αυτό δεν με ανησυχεί καθόλου και το ακόμα πιο περίεργο είναι ότι έχω δίκιο! Επειδή το σενάριο των σκηνών της Creep γράφεται μόνο του, στην κυριολεξία –μέσα σε μισή μέρα. Κάποιος μου το υπαγορεύει ή κάπως έτσι…
Το βλέπει πρώτα ο Μιχάλης –του αρέσει. Το βλέπει μετά ο Νίκος –κατεβάζει μισό κουτί ηρεμιστικά μονοκοπανιά, υπολογίζοντας τι χρειάζεται για να γυριστεί όλο αυτό και τι διαθέτουμε στην πραγματικότητα –άρα του αρέσει. Το στέλνω στα παιδιά των συγκροτημάτων –μάλλον τους αρέσει επίσης, ή τουλάχιστον δεν έχουν πρόβλημα. Κάνω διακανονισμούς, κλείνω το συνεργείο, τα συγκροτήματα και τις ηθοποιούς –έχουμε κάνει μέχρι και γενική πρόβα της μυθοπλασίας στο σπίτι του Μιχάλη –όλα έτοιμα! Και το γύρισμα αναβάλλεται… Τεχνικές δυσκολίες –κάποιο πρόβλημα με τα μηχανήματα, με τις διαθεσιμότητες….

Κάνω μια προσπάθεια (έτσι, για την τιμή των όπλων) να πάω το γύρισμα μια βδομάδα μετά, για τις 22 και 23 Δεκεμβρίου δηλαδή –δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα! Είμαι σίγουρος ότι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, όλοι θα έχουν κάτι άλλο να κάνουν… Και όντως έχουν. Αλλά το παρατάνε για να γίνει το γύρισμα! Ο Κώστας ο Μάστορης έρχεται από Κύθηρα ειδικά γι΄αυτό. Όπως ακριβώς το έγραψα δυο γραμμές πιο πάνω: αυτά τα πράγματα δεν γίνονται!

1η μέρα
Φτάνουμε στο «σπίτι της Ευριδίκης» όπως το λέμε όλοι πλέον –Σάββατο μεσημέρι με βροχή ξεγυρισμένη. Ακούω τον Νικολαϊδη να λέει «βάλε και μια βροχή για ατμόσφαιρα» κοιτάζω τον ουρανό με το που βγαίνω από το αυτοκίνητο και δεν βλέπω τίποτα –τέτοια σκοτεινιά! Σιγά-σιγά μαζεύεται το συνεργείο και οι ηθοποιοί –τουτέστιν, 11 άτομα συν το βαφτιστήρι της Βιργινίας τής Κλαστάδα που θέλει να γίνει σκηνοθέτης όταν μεγαλώσει και ήρθε να δει πώς είναι (ετών 13) και μια σκυλίτσα ονόματι Εντίθ (μηνών 6). Κανονική ομάδα ποδοσφαίρου με παιδί για να πιάνει τις μπάλες και μασκότ δηλαδή!

Ο κόσμος κυκλοφορεί τριγύρω για να πάρει την αίσθηση του χώρου, βάζουμε να παίζουν συνεχόμενα οι ταινίες του Νικολαϊδη στο dvd για να νιώσουμε κλίμα (σε κάποια φάση ξεκινάει το «Singapore Sling», βουτάω σε στυλ Σαργκάνης για να το κλείσω αλλά ο πιτσιρικάς έχει δει ήδη τη σκηνή με τον πλαστικό πόυτσο και το πισωκολλητό –υποθέτω ότι η διάθεσή του να γίνει σκηνοθέτης έχει συσχετιστεί με άλλα πράγματα πλέον). Ο Μιχάλης έχει φέρει και τα αγωνιστικά σπαθιά του και τις μάσκες ξιφασκίας και περιμένει να κόψει η βροχή για να βγουν στον κήπο για εξάσκηση –όλα πρίμα! Και η βροχή καταρρακτώδης. Κατά το βραδάκι μάς πιάνει μια πείνα –περιμένουμε τον Κώστα τον Μάστορη (αλλά δεν αντέχουμε να τον περιμένουμε πια) ξεκινάω να παίρνω παραγγελίες. Φτάνω στον Μιχάλη. «Α, μην ασχολείσαι», μου λέει, «έχω φέρει να φτιάξω φακές». Γελάω με το χιούμορ του όμως βιάζομαι λόγω πείνας. «Εντάξει, μοσχαρίσια, χοιρινή ή μπιφτέκι;» τον ρωτάω ανυπόμονα. «Ρε σου είπα –θα φτιάξω φακές»! Δεν το πιστεύω μέχρι  να δω μια κατσαρόλα, απ΄αυτές που είχαμε στο στρατό για να τρώει ο λόχος, να σιγοβράζει πάνω στην κουζίνα. «Πλάκα κάνει», σκέφτομαι και ανοίγω το καπάκι. Βλέπω τις φακές να γουργουρίζουν όλο πάθος και τότε μόνο το πιστεύω… Αρχίζω τον Μιχάλη στο δούλεμα, παίρνω παραγγελίες, παίρνω τον Βασίλη τον Ζερβακάκη, τον φροντιστή μας και την Όλγα την Παπαδημητρίου μαζί του –φεύγουμε καρφί για ανεφοδιασμό. Όσο τρώμε δεν χάνω την ευκαιρία των συγκρίσεων μεταξύ φιλέτου και φακής (μόνο το πρώτο γράμμα έχουν ίδιο) –η ομήγυρις συμφωνεί μασουλώντας ενώ ο Μιχάλης σκάει με μια πιατάρα αχνιστή και κάθεται άνετος ανάμεσά μας. «Σε χαλαρώνει», μου λέει κλείνοντας το μάτι (και βουτώντας το κουτάλι). Τι να πω;

Ο Κώστας ο Μάστορης φτάνει κατά τις 10 το βράδυ –πίνουμε κάτι μπύρες όλοι μαζί και σαχλαμαρίζουμε. Από γύρισμα, υπολογίζαμε να βγάλουμε κάποιες σκηνές αλλά δεν έχω δει προθυμία –άρα υποθέτω ότι θα τις πάμε για την επόμενη μέρα. Θα πρέπει να βρίσκεται κάνα δίωρο ο Κώστας στο σπίτι, άρα η ώρα έχει πάει γύρω στις 12, οπότε ακούω αναταραχή. «Τι τρέχει ρε παιδιά;» «Ξεκινάμε γύρισμα». «Τώρα;» «Ε, πότε!» Έλα ντε! Η Βάσω η Καμαράρου έχει έρθει το μεσημέρι κατάκοπη από τη δουλειά και τα τρεχάματα και πριν λίγο μισοκοιμόταν σε μια πολυθρόνα αλλά τώρα είναι έτοιμη και φορτισμένη στο φουλ. Την παρακολουθώ να μπουκάρει από τις πόρτες κι απορώ που έκρυβε πριν κάποια λεπτά όλη αυτή την ορμητικότητα. Όταν μού δείχνουν κάποιες σκηνές από τα γυρίσματα ανακαλύπτω πώς το έχουν νιώσει πολύ καλά το σπίτι –κινηματογραφούν σύμφωνα με το πνεύμα του (στην κυριολεξία) –ο Μιχάλης έχει κιόλας αποδώσει τον δικό του φόρο τιμής στον Νικολαϊδη επιλέγοντας να σκηνοθετήσει ένα κομμάτι από το τρομερό εκείνο μονοπλάνο με το οποίο τελειώνει η «Ευριδίκη ΒΑ 2037» από την αντίθετη πλευρά (η κάμερα μέσα στα δωμάτια και η κοπέλα στο διάδρομο), σαν σημείο αναφοράς.

Η Βάσω εμφανίζεται με το πρόσωπο γεμάτο κραγιόν, «σε σκουντάγανε όσο βαφόσουν;» απορώ. «Όχι –μού είπανε κάτι να κάνω», λέει. Με τρώει η περιέργεια και ζητάω να δω αυτό που τράβηξαν. Βλέπω μια τρομερή ερμηνεία από τη Βάσω –ένα ρεσιτάλ εναλλαγής συναισθημάτων που με στέλνει αδιάβαστο… Ας ονομάσουμε τη σκηνή «η Βάσω στον καθρέφτη» -κάποια μέρα που θα τη δεις θα με θυμηθείς.  


Το σπίτι είναι τεράστιο κι εμείς 11 άτομα (συν το παιδί και το σκυλί) αλλά είμαστε σίγουροι ότι χωράμε να κοιμηθούμε. Ο Κώστας ο Μάστορης ετοιμάζεται να φύγει (η ώρα έχει πάει ήδη 2 και το επόμενο πρωί θα πρέπει να βρεθούμε πάλι, κατά τις 9). «Πού να τρέχεις; Θέλεις 60 χιλιόμετρα για να πας βραδιάτικα κι άλλα τόσα για να έρθεις το πρωί», του λέω. «Εντάξει και τι να γίνει; Πάω να κάνω ένα μπάνιο να γίνω άνθρωπος - δεν έχω φέρει ούτε δεύτερο σώβρακο εδώ πέρα…» «Μα, με το σώβρακο θα παίξεις;» «Ξέρω ‘γω; Σας έχει φοβηθεί το μάτι μου».

Η ώρα, δεν θέλω να ξέρω πόσο έχει πάει, κόσμος κοιμάται παντού –σε κρεβάτια και κάτω απ΄αυτά –ο Μιχάλης έχει πιάσει το σαλόνι με τον Βασίλη το Ζερβακάκη κι έχουν ξεκωλωθεί στο γέλιο. «Τι τρέχει;» απορώ. «Με το που σκεπάστηκε, γλίστρησε και σαβουριάστηκε από τον καναπέ», λέει η Όλγα. Παιδιά… Τι να τους πεις; Ακουμπάω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και χάνω επαφή με τον κόσμο για τις επόμενες ώρες.

2η μέρα
Πίνω καφέ με τον Μιχάλη στο σαλόνι. «Συγνώμη ρε φίλε αν σας ξυπνήσαμε κατά τις 5 το πρωί αλλά μας είχε πιάσει νευρικό γέλιο», απολογείται. «Και νευρικό πήδημα να σας έπιανε εγώ αποκλειόταν να ξυπνήσω», του εξηγώ. Ένα μέτρο πίσω μας, στο πάτωμα, κοιμάται ο Βασίλης ο Ζερβακάκης. Εκεί που κανονίζουμε το πώς θα πάει η μέρα, ακούμε τη φωνή του από τα έγκατα της γης: «Τι παλιόγρια είναι αυτός ο σκηνοθέτης –τρεις ώρες ύπνο μάξιμουμ κάνει τα βράδια! Πού τον πετύχατε –δεν είχε κανέναν άλλο να πάρετε; Μασώνοι! Αλήτες! Καθάρματααααα!»
Λίγο πιο πέρα, στο χωλ, κοιμούνται οι βοηθοί σκηνοθέτη –αναγκάζονται να ξυπνήσουν από τα γέλια.
«Να βάλουμε μουσικούλα;» λεει ο Μιχάλης. «Και δε βάζουμε;» λέω εγώ. «Φροντιστής! Χριστουγεννιάτικα!»
Ένα χέρι βγαίνει μέσα από σκεπάσματα και μαξιλάρια, βάζει ένα σιντί, πατάει το πλέι και μετά εξαφανίζεται.
«Μπα δε μ΄αρέσει», αποφασίζουμε με το Μιχάλη.
«Αν είναι να ακούτε τέτοια, να φέρω το ipod μου ν΄ακούω με ακουστικά» λέει η Όλγα που μόλις έχει ξυπνήσει.
«Φροντιστής. Ελληνικό νιού γουέιβ», παραγγέλνουμε.
Το ίδιο χέρι που δε φαίνεται να συνδέεται με κανένα σώμα βγαίνει πάλι κάτω από τα σκεπάσματα και τα μαξιλάρια, αλλάζει σιντί κι εξαφανίζεται.
Όσο συμβαίνουν όλα αυτά ο φροντιστής Βασίλης Ζερβακάκης συνεχίζει τον ύπνο του ανενόχλητος!

Τα παιδιά των συγκροτημάτων φτάνουν σχεδόν ταυτόχρονα σα να είναι συνεννοημένοι. Ο χώρος έξω από το σπίτι γεμίζει αυτοκίνητα –ο Ηλίας ο Αναστασόπουλος και η Πουπέτα Λάππα των Clown, μαζί με τον Σπύρο το Φάρο (σκέψου να είχε καθίσει μια τέτοια μουσική συνεργασία το ΄80!) και τον Ηρακλή Ρενιέρη, ο Γιώργος ο Κουλούρης με μια ανεξίτηλη, για τους South και τους οπαδούς τους, φίλη από παλιά –ο Κώστας ο Μάστορης φρέσκος λες και έχει κοιμηθεί δωδεκάωρο και τέλος οι Villa 21 μασίφ –με ένα αυτοκίνητο και οι τρεις τους, παρκάρουν και ανεβαίνουν το μονοπάτι έτοιμοι να βγουν στη σκηνή, κανονικά μιλάμε!
Με αυτά τα άτομα δεν υπάρχει η αμήχανη σιωπή γιατί, αμέσως μόλις μπαίνουν μέσα, αρχίζουν να τριγυρνάνε σαν περίεργα πιτσιρίκια (εκτός από τον Μάστορη που το έχει ήδη κάνει την προηγούμενη μέρα). Στο δεκάλεπτο τούς έχουμε χάσει –παρέες παντού μέσα στο σπίτι, άλλοι στους καναπέδες του διαδρόμου, άλλοι στο σαλόνι, μόνο στις κρεβατοκάμαρες δεν έχουν πάει (ακόμα)! Ο Μιχάλης μάς ζητάει να τους φέρουμε όλους στον ίδιο χώρο για να αρχίσουν να εξοικειώνονται –άλλωστε αυτό εδώ είναι το σπίτι, το κρησφύγετο πες καλύτερα, της Creep, σύμφωνα με το σενάριο. Πρώτος απ΄όλους το καταλαβαίνει ο Μπάμπης (είναι άλλωστε και οικοδεσπότης!) οπότε αρχίζει να ψάχνει το σπίτι για ποτά. Γρήγορα βρίσκει τις καβάτζες μας οι οποίες αποψιλώνονται και το περιεχόμενό τους μεταφέρεται στο σαλόνι. Το συνεργείο φεύγει για να γυρίσει κάποιες σκηνές μυθοπλασίας όσο στο σαλόνι του σπιτιού στήνεται η συμμορία.

Καμιά ώρα αργότερα, το συνεργείο ακροβολίζεται γύρω από την παρέα της Creep αργά –θέλουμε να τους καταγράφουμε όσο μιλάνε μεταξύ τους, θέλουμε να έχουμε στο ντοκυμαντέρ αυτό που βλέπουμε εκείνη τη στιγμή μπροστά μας –το αυθεντικό κλίμα. Στην αρχή δεν ξέρουν ότι τους τραβάμε, μετά το καταλαβαίνουν αλλά δεν τους ενδιαφέρει –έχουν παθιαστεί με τις κουβέντες, τα πειράγματα, τη φάση μεταξύ τους…

Κάπου εκεί αρχίζουμε την καλύτερη συνέντευξη που έχω πάρει μέχρι σήμερα –γιατί την καλύτερη; Επειδή, απλούστατα, προλαβαίνω με το ζόρι να κάνω δυο ερωτήσεις και ξεκινάνε να μιλάνε όλοι τους καλύπτοντας τα θέματα των επόμενων ερωτήσεών μου στον υπερθετικό! Σε λίγο νιώθω περιττός κι αυτό είναι η ευτυχία κάποιου που προσπαθεί να πάρει συνέντευξη.
Τους χαζεύω, λοιπόν, όσο μιλάνε –ο Μπάμπης ξεκάθαρος, «ατσάλινος» είπε κάποια από τις κοπέλες πίσω του, μόνο όταν τον ρωτήσαμε για τον Φιλ κόμπιασε κάπως, αλλά φυσικά –όπως είχε συμβεί και σε άλλο γύρισμα όταν ρωτούσαμε τον Φάρο, για τον Φιλ –κάτι μαλακίστηκε στις κάμερες και δεν γράφτηκε τίποτα! Θέλεις να σου χαλάσει το γύρισμα; Ρώτα για τον Φιλ –καταστροφή γκαραντί!
Και βέβαια, όποιος έχει έρθει σε κάποιο από αυτά τα γυρίσματα ξέρει ότι όταν μιλάει ο Σπύρος ο Φάρος όλοι μαρμαρώνουν για ν΄ακούσουν.

Σταματάμε και ξαναξεκινάμε –η διαφορά σ΄αυτό το γύρισμα είναι ο Γιώργος ο Κουλούρης που έχει αναλάβει έναν ρόλο προβοκάτορα. Όταν βλέπει την υπόθεση να σοβαρεύει επικίνδυνα, το ρίχνει σε κανιβαλισμούς –κοιτάζω τους υπόλοιπους προσπαθώντας να καταλάβω, μήπως ενοχλούνται; Μήπως θα ήθελαν κάπως αλλιώς τις συνεντεύξεις τους; Τελικά αποφασίζω ότι περνάνε καλά και όλο αυτό το έχουν ξαναζήσει κάμποσες φορές –τους αφήνω λοιπόν να παίξουν τη δική τους ταινία με την ησυχία τους.

Η Άντα λέει για το πώς σκοτώθηκε ο Κώστας ο Ποθουλάκης (ήθελα πολύ να ακουστεί, γιατί έχουν κυκλοφορήσει τέρατα για εκείνο το δυστύχημα) –μιλάνε μαζί με τον Μπάμπη για τους Villa 21, φτάνουμε στο τέλος της συνέντευξης του συγκροτήματος και κάποιος από το συνεργείο (νομίζω αυτός ο δαιμόνιος ο Ζερβακάκης) ρωτάει τον μπασίστα τους τον Αντρέα τον Παπαδόπουλο: «εσύ δεν θέλεις να πεις τίποτα;» Ο Αντρέας κοιτάζει κάπου χαμηλά, μιλάει συνεσταλμένα και συνοψίζει μέσα σε μια φράση όλη τη δυναμική των Villa 21 (όλη τη δυναμική της ανεξάρτητης σκηνής του ΄80 μη σου πω!) Τελειώνει τη φράση του και έχει κοκαλώσει όλο το δωμάτιο. Περνάνε έτσι γύρω στα 10 δευτερόλεπτα κι αρχίζει να ακούγεται από παντού «κατ», «κατ», «κατ» -το φωνάζει ο οπερατέρ, ο ηχολήπτης, η βοηθός σκηνοθέτη –νομίζω ότι και κάποιος από την παρέα των συγκροτημάτων φωνάζει «κατ». Ο Μιχάλης κοιτάζει χωρίς να έχει πει λέξη –είμαστε εντυπωσιασμένοι.

Η κουβέντα γυροφέρνει και ξαναζωντανεύει όσο εναλλάσσονται τα συγκροτήματα, ο Ηλίας ο Αναστασόπουλος κρατάει ζωντανή τη μνήμη του Βαγγέλη Τσίπουρα, του ντράμερ τους που δεν είναι πια εδώ, η Πουπέτα Λάππα είναι ένα από τα πιο αυθεντικά αλάνια που έχουμε συναντήσει, ο Κώστας ο Μάστορης ανοίγει το θέμα της άθλιας κοινωνικής κατάστασης που σημάδεψε τη δεκαετία του ’80, τον ακούω και ξαναθυμάμαι πώς ήταν τότε –σκουπίδια που βρωμάγανε, αμπαλαρισμένα με σελοφάν και κόκκινη κορδέλα, ιλουστρασιόν μπίχλα….

Μιλάνε πολύ, πίνουν ακόμα περισσότερο, καπνίζουν ασταμάτητα –τους διακόπτουμε για ν΄αλλάξουμε κάρτες μνήμης στις κάμερες ή για να κρυώσουν τα φώτα, σκέφτομαι τι θα γινόταν χωρίς αυτές τις αναγκαστικές διακοπές. Και μετά ξανασκέφτομαι –τι άλλο να γινόταν δηλαδή; «Έζησες μια φάση της ανεξάρτητης, βγαλμένη από πολύ πίσω», μου λέει σε κάποια στιγμή ο Κουλούρης. Σωστός… Κι αμέσως μετά βουτάει με το κεφάλι από τον καναπέ και αρχίζει να κολυμπάει με απλωτές στο πάτωμα.

Όταν τελειώνει το γύρισμα κι αφού έχουν γίνει τα απαραίτητα καφριλέματα, ο Μιχάλης τους μαζεύει για κάποια τελευταία πλάνα που θα μας χρειαστούν στη μυθοπλασία. Στέκομαι παράμερα, καπνίζω και τους κοιτάζω κάτω από τα ανελέητα φώτα –οι άνθρωποι αυτοί που τώρα κάνουν πλάκα, γελάνε δυνατά και κοροϊδεύονται, κουβαλάνε περισσότερα από όσα μπορείς ν΄αντέξεις. Επειδή τελικά, όσοι μεγάλωσαν στο «σπίτι των καταραμένων» ξέρουν ότι εκεί μέσα ο αυτοσαρκασμός είναι προϋπόθεση επιβίωσης.

Το γύρισμα κοντεύει να τελειώσει –απομένουν δυο σκηνές μυθοπλασίας για τις οποίες χρειαζόμαστε ελάχιστους. Τα παιδιά ετοιμάζονται να φύγουν με νωχελικές κινήσεις, νιώθω ότι το σπίτι τους κρατάει ακόμα. Πρώτοι ήρθαν οι Clown και πρώτοι φεύγουν, η Πουπέτα μάς κάνει κάμποση καζούρα «δεν πέρασα καλά, δε χάρηκα που σας είδα, δε θέλω να σας ξαναδώ, δε μου άρεσε τίποτα…» πριν μας αγκαλιάσει έναν-έναν. Στην κουζίνα του σπιτιού στήνεται μια σκηνή μυθοπλασίας και τότε αρχίζουν να πέφτουν η μια μετά την άλλη οι ασφάλειες –το σκοτάδι ξεκινάει να απλώνεται στο σπίτι. Πρώτα στο σαλόνι, μετά στο χωλ, ευτυχώς η κουζίνα αντέχει ακόμα… Ο Κουλούρης κι ο Μάστορης παίζουν μια σκηνή με την Όλγα την Παπαδημητρίου, ο Μπάμπης ο Δαλίδης παρακολουθεί και τους κοροϊδεύει πίσω από τις κάμερες –όταν ολοκληρώνεται η σκηνή δεν στέκεται κανένας όρθιος, το σπίτι γεμίζει εξαντλημένους ανθρώπους. Το συνεργείο ήδη ονειροβατεί από την πολλή κούραση –πριν μια ώρα τους έχω ήδη σηκώσει με το ζόρι από τα πατώματα, τώρα δουλεύουν μηχανικά σαν ρομπότ αλλά δεν τους ξεφεύγει το παραμικρό!

Φεύγουν και οι τελευταίοι των συγκροτημάτων, νιώθω άδειος σαν αποφορτισμένη μπαταρία, το σπίτι αναπνέει βαριά πίσω μου όσο τους συνοδεύω στον κήπο –έχουμε μια ακόμα σκηνή, με τη Βάσω και την Όλγα, πριν φύγουμε. Και φυσικά τα πάντα καταρρέουν μαζί με τους ανθρώπους –τα φώτα ζεσταίνονται και σβήνουν, τα πολύμπριζα καίγονται –όλα καταρρέουν εκτός από τη Βάσω και την Όλγα. Οι οποίες παίζουν τη σκηνή τους με τρομερή ένταση –όταν τελειώνουν το χειροκρότημα πέφτει σύννεφο.

Μιλάω με το Δημήτρη τον Παπαδάκη, τον ηχολήπτη μας («εσένα θέλω κάποια στιγμή να σε δω γυμνό, από τη μέση και πάνω», του έχει πει προηγουμένως η Πουπέτα εντυπωσιασμένη από τις ατέλειωτες ώρες που κρατάει το μπουμ πάνω από τα κεφάλια) –λέμε τις κλασσικές βλακείες αποσυμπίεσης που ακολουθούν κάθε γύρισμα και τότε νιώθω μια μυρωδιά να καλύπτει την τσιγαρίλα. Δεν δίνω σημασία ως τη στιγμή που ακούω πίσω μου περίεργους θορύβους, γκλιν-γκλαν, σουρλπ-σουρλπ, τέτοια πράγματα. Μπαίνω πιο μέσα στο σπίτι και ανακαλύπτω ότι όλο το συνεργείο μαζί με τις ηθοποιούς, 11 άνθρωποι αν έχεις το θεό σου, τρώνε φακές! «Ρε σεις –τι είναι αυτά; Φακές; Εδώ είμαστε σοβαρή παραγωγή ευρωπαϊκού επιπέδου –όχι ξωμάχοι στα καπνοχώραφα!» φωνάζω. Οι προδότες, όλοι αυτοί που τους είχα σαν παιδιά μου και με πούλησαν «αντί πινακίου φακής» αποφεύγουν το βλέμμα μου. Ο Μιχάλης με βουτάει από τους ώμους χαμογελώντας, ενώ δίπλα του αχνίζει ένα ξέχειλο πιάτο. «Τα ‘παμε -χαλαρώνει», μου λέει, «να βάλω ένα και για σένα;»

Όταν φεύγουμε οι τελευταίοι με τα αυτοκίνητα βλέπουμε ότι τα φώτα του μονοπατιού που οδηγεί στην εξώπορτα του σπιτιού έχουν σβήσει από μόνα τους –κάποιο βραχυκύκλωμα ίσως… Κοιτάζω το σπίτι –απόλυτο σκοτάδι –αυτό ήταν…

Υ.Γ.: Εκτός από τα παιδιά των συγκροτημάτων, τις ηθοποιούς και το συνεργείο (όλοι εξίσου απαραίτητοι για την ύπαρξη του ντοκυμαντέρ) σε αυτό το γύρισμα θα πρέπει να ευχαριστήσω τους ανθρώπους του Νίκου Νικολαϊδη για τη βοήθειά τους. Χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε τίποτα –στην κυριολεξία…

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Συνέντευξη στο Amagi Radio

Καιρό είχαμε να βγούμε στα media (της διαπλοκής πάντα). Σκεφτήκαμε λοιπόν να πάμε, αυτή την Παρασκευή, 7 Δεκεμβρίου, 10 με 11 το πρωί στην εκπομπή  "Ιστορίες για σκύλους και ελικόπτερα" και να διαβεβαιώσουμε τη Celestial Drakos οτι "Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο".
Για να το καταφέρουμε αυτό θα χρησιμοποιήσουμε ηχητικά αποσπάσματα από τα γυρίσματα του ντοκυμαντέρ και κάμποση μουσική των συγκροτημάτων της Ανεξάρτητης σκηνής τής Αθήνας του '80. Είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε σε κάθε ερώτηση με μια καινούργια ερώτηση, να διαφωνήσουμε (μεταξύ μας) και να λύσουμε όσες απορίες δεν έχετε.
Επειδή, όπως έλεγε κι εκείνη η παλιά ταινία του Frears: "(while Athens burning...) Petros and half of the city get laid"

Πάρε και το τρέιλερ της εκπομπής:


Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Free WordPress Themes | Background by Toolbox | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Enterprise Project Management