Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Η δύναμή μας

Έχω κάποιες φορές την απορία, αναρωτιέμαι δηλαδή για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Πάει να πει –εμείς είμαστε μια ομάδα ανθρώπων με περίεργη συμπεριφορά λόγω οικειότητας, αυτή την ομάδα την ονομάζουμε για λόγους συνεννόησης: «συνεργείο του ντοκυμαντέρ». Και είναι μια ομάδα-ακορντεόν (αν και κανένα από τα μέλη της δεν γνωρίζει να παίζει το συγκεκριμένο όργανο –ή έτσι νομίζω, τουλάχιστον). Ακορντεόν, γιατί όταν μαζευόμαστε για να κάνουμε γύρισμα μπορεί να είμαστε από 3 μέχρι 13 άτομα. Κι ακόμα περισσότερο, επειδή στην ομάδα του γυρίσματος συμμετέχουν και οι ηθοποιοί και τα μέλη των συγκροτημάτων και κάποιοι φίλοι και γνωστοί –μέχρι κι ένας οδοντίατρος συμμετέχει (για να πληρούμε κάποια ευρωπαϊκά στάνταρ ασφαλείας τα οποία ακόμα δεν έχει σκεφτεί να θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση –ας πούμε, πάει η ηθοποιός να παίξει τη σκηνή και έχει φάει σπανακόπιτα, ή πάει ο άλλος να μιλήσει κι έχει μόλις μασουλήσει μια ΙΟΝ –ποιος θα φροντίσει να μη γίνει η σκηνή γκραν γκινιόλ; σίγουρα όχι ο οδοντίατρος του συνεργείου μας, τον οποίο χρησιμοποιούμε για βοηθό σκηνοθέτη, κλακετίστα και άλλα πολλά –άρα, όσα αναφέρονται στη συγκεκριμένη παρένθεση στερούνται νοήματος και απορώ γιατί τα έγραψα!)

«Όμως -πώς μας βλέπουν οι άλλοι;»


Είχαμε γύρισμα την Κυριακή που μας πέρασε στο Art Nouveau, το αιωνόβιο δισκάδικο του Νίκου Κοντογούρη –θα κάναμε μια μικρή συνέντευξη του Νίκου για το ντοκυμαντέρ και μια σκηνή άγριου καυγά ανάμεσα στη Βάσω Καμαράτου, τη Βιργινία Κλαστάδα και την Όλγα Παπαδημητρίου, η οποία θα οδηγήσει στη σκηνή της συμμετοχής του Θοδωρή Ηλιακόπουλου στο ντοκυμαντέρ (ο Θοδωρής έφτιαξε μόνος του σχεδόν ολόκληρη τη σκηνή του και το έκανε καλύτερα απ΄ότι θα μπορούσα να το κάνω εγώ γιατί διαθέτει δυο πράγματα σημαντικά για τον κινηματογράφο: άποψη και εμπειρία).
Είμαστε λοιπόν στα στησίματα, ο Γιάννης ο Αντύπας βάζει «ψείρες» και καλαφατίζει καλάμια μικροφώνων, ο Βασίλης ο Ζερβακάκης δεν προλαβαίνει να απαντάει σε ερωτήσεις για το νεογέννητο («Είναι ήσυχος;» «ναι –αλλά μας ξυπνάει τις νύχτες» «έχει κολικούς;» «όχι –τρώει συνέχεια»), ο Μιχάλης ο Καφαντάρης στήνει τις ηθοποιούς και συζηταει  τα πλάνα και τις γωνίες λήψης με τον Νίκο τον Χανιώτη  που στήνει τρίποδα και πολύποδα…  Κάπου εκεί εμφανίζεται κι ο «άνθρωπος για όλες τις εποχές» με το κωδικό όνομα: Κώστας Μάστορης που πετάχτηκε από τα Κύθηρα στην Αθήνα για κάτι δουλίτσες. Πανικός στο συνεργείο, αγκαλιές, φιλιά –το πράγμα καταλήγει όπως πάντα με όλες τις κοπέλες γύρω από τον Κώστα και τον Μιχάλη να φωνάζει μπας και γίνει κάποια στιγμή το γύρισμα.  
Τότε έρχονται δυο κορίτσια από το Popaganda για να πάρουν συνέντευξη από τη Βάσω και να γράψουν κάποια πράγματα για το ντοκυμαντέρ. Το αδηφάγο συνεργείο μυρίζεται φρέσκο κρέας και τις περικυκλώνει με απειλητικά φιλικές διαθέσεις. Αναρωτιέμαι –«πώς μας βλέπουν αυτά τα κορίτσια;» Πριν προλάβω να το πολυσκεφτώ ο Μιχάλης έχει επέμβει: «κορίτσια, θέλετε να παίξετε στη σκηνή;» Τα κορίτσια κοιτάζονται απορημένα, οπότε ο Μιχάλης συνεχίζει ακάθεκτος. «Εσύ πας εκεί, μπροστά από το σταντ με τους δίσκους κι όταν σου κάνω νόημα θα βγεις εδώ πέρα, εσύ πας στην άλλη γωνία». Σκέφτομαι λοιπόν οτι αυτό το συνεργείο έχει τον τρόπο να χρησιμοποιεί τα μήντια -στην κυριολεξία τα βάζει να δουλέψουν για πάρτη του!

Η συνέντευξη του Κοντογούρη βγαίνει άνετα –διακόπτουμε μονάχα όταν κάποιοι κάγκουρες αποφασίζουν να μαρσάρουν κάνα δεκάλεπτο πριν ξεκινήσουν με τα ρημάδια τους κι όσες φορές ακούγεται το νερό να τρέχει από τις σωληνώσεις των πάνω ορόφων  –«άντε παιδιά, να το κάνουμε  γρήγορα πριν ξαναρχίσει το φενγκ σούι», γελάει ο Κοντογούρης. Διάβαζα τις κριτικές του από πιτσιρικάς στο Ποπ & Ροκ και ήταν ένας από τους δυο αγαπημένους μου συντάκτες (ο άλλος ήταν ο Μαλαθρώνας), όχι μόνο λόγω του μουσικού είδους με το οποίο ασχολιόταν αλλά και γιατί είχε μια θετική ματιά απέναντι στους μουσικούς, δεν το έπαιζε υπεράνω. Τον ρωτάω σε κάποιο διάλειμμα του γυρίσματος για το καλύτερο και το χειρότερο, κατά τη γνώμη του, ελληνικό συγκρότημα –στο πρώτο μού απαντάει, στο δεύτερο, όχι. Ή  μάλλον, μου δίνει μια απάντηση που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έπρεπε να αναρτηθεί στο γραφείο κάθε κριτικού τέχνης για να τη βλέπει 40 φορές τη μέρα: «Εγώ δεν μπορώ να πω τέτοια πράγματα, για χειρότερα συγκροτήματα, γιατί εκείνοι βάζουν την ψυχή τους σ΄αυτό που κάνουν –πώς θα έρθω εγώ λοιπόν να τους απαξιώσω έτσι; Επειδή, ακόμα και το χειρότερο συγκρότημα κάτι δημιουργεί, ενώ εγώ έρχομαι εκ των υστέρων και υπάρχω εξαιτίας αυτής τους της δημιουργίας».  Δυστυχώς, αυτή του τη σκέψη δεν την έχουμε καταγεγραμμένη στη συνέντευξη –τη βάζω λοιπόν εδώ κι αυτό είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω.
Έρχεται και η ώρα που πρέπει να γυριστεί η σκηνή του καυγά. Είναι μια σκηνή απαραίτητη, τόσο για τη μυθοπλασία όσο και για την τρομερή σκηνή αυτογνωσίας που ακολουθεί (δεν θα πω περισσότερα πέρα από το ότι σ΄αυτή παίζουν ο Θοδωρής και η Βάσω στη μέση του πουθενά). Η σκηνή του καυγά ανάμεσα στις ηθοποιούς δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο –φτιάχτηκε από τον Μιχάλη, τόσο για λόγους πληρότητας όσο κι επειδή ήθελε να πάρει κάτι παραπάνω, που το  έβλεπε κρυμμένο στις ηθοποιούς. Εμένα αυτή η σκηνή με τρόμαζε από τις πρόβες κιόλας. Έβγαινε με φοβερή ένταση από τη Βάσω και την Όλγα –απέφευγα να τις κοιτάζω… Κι όταν η σκηνή πήγε 2 και 3 φορές στο γύρισμα ήμουν στο βάθος του μαγαζιού και μόνο άκουγα και πάλι αναστατωνόμουν. Βλέπεις, είμαι κάπως βλάκας –τις βιώνω πραγματικά τις σκηνές έντασης –το πιστεύω το παραμύθι κανονικά, γι΄αυτό μου αρέσει ο σινεμάς και το θέατρο. Βέβαια, μέσα στις επαναλήψεις της σκηνής ακούγονται και κάποιες τρομερές ατάκες (πάντα εκτός σεναρίου) όπως το «καθρέφτισε το πρόσωπό σου στο δικό μου πριν γίνει μαύρο», που λέει η Όλγα στη Βάσω ή το απίθανο: «Την τσάντα μου», που φωνάζει η Όλγα όσο η Βάσω την πάει καροτσάκι προς την πόρτα, για να της απαντήσει η Βάσω: «Άστη, θα στη φέρω εγώ»!!!! Το συνεργείο ξεκαρδίζεται και η Βιργινία που περιμένει τη σειρά της, σχολιάζει: «Γιατί είναι καλός άνθρωπος –πάνω απ΄όλα!»

Θέλω να πω για αυτές τις ηθοποιούς –τη Βάσω, τη Βιργινία, την Όλγα. Για το πόσο πολύ παίζει με το σώμα της η Βάσω και για την ικανότητά της να αλλάζει μέσα σε δευτερόλεπτα –εκεί που φοβάσαι να την κοιτάξεις στα μάτια μετατρέπεται σε γλυκό, ευαίσθητο κοριτσάκι και δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω της. Έτυχε να είμαι πίσω από την κάμερα σε ένα πλάνο όπου ο Θοδωρής την πλησιάζει για να της δώσει το μπουφάν της και είδα τόση ομορφιά στα βλέμματά τους που θαμπώθηκα.
Θέλω να πω για τη Βιργινία που είναι τόσο ήρεμη και διακριτική εκτός πλατό κι όταν τη βάζεις να παίξει μπορεί να σε παγώσει με ένα βλέμμα –στη σκηνή του δικού τους καυγά η Όλγα τρομοκρατήθηκε στ΄αλήθεια!
Και θέλω να πω για την Όλγα –το πιο τσιταρισμένο κουλ άτομο που έχω γνωρίσει –που βγάζει ότι της ζητάει ο Μιχάλης με τρομακτική άνεση –μπορεί να έχει έρθει σε πρόβα (ή γύρισμα) χωρίς καν να ξέρει τι θα κάνει αλλά δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να μην το κάνει όπως ακριβώς το θέλει ο Μιχάλης, το πολύ με την τρίτη φορά!
Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω οτι οι ρόλοι της Όλγας και της Βιργινίας ήταν τρομερά περιορισμένοι στο αρχικό σενάριο –δυο κουβέντες θα έλεγε η Όλγα και ένα πέρασμα θα έκανε η Βιργινία. Αλλά αυτές οι κοπέλες μεγάλωσαν τους ρόλους από μόνες τους –επειδή είχαν τη δυναμική να το κάνουν κι εγώ, πραγματικά, τους το χρωστάω.
Όπως χρωστάω σε όλες τους το οτι αφήνουν τις δουλειές τους,  έρχονται πρώτες κι ολόφρεσκες στο γύρισμα κι ας έχουν ξενυχτήσει, κάθονται αδιαμαρτύρητα για ώρες ολόκληρες να περιμένουν τη σειρά τους ακόμα κι αν είναι να παίξουν μόνο για 10 δευτερόλεπτα… και πάνω απ΄όλα αγαπάνε το ντοκυμαντέρ. Αυτό πάνω απ΄όλα.

Σε κάποιο διάλειμμα του γυρίσματος δίνουμε και την περίφημη συνέντευξη στα κορίτσια του Popaganda –είμαι ψιλοψόφιος κι απορώ αν βγάζει νόημα η Ζωή απ΄όσα της λέω, όμως έχουμε πολύ καιρό που δουλεύουμε το ντοκυμαντέρ κι έτσι καλύπτουμε ο ένας τον άλλο. Περνάει ο Μιχάλης και συνεχίζει αυτό που εγώ λέω κι όταν φεύγει ξέρω τι πρέπει να πω για να συνεχίσω τη δική του απάντηση –την επόμενη φορά σκέφτομαι οτι θα μπορούσαμεκαι να απαντάμε εν χορώ στις ερωτήσεις!
Η Λήδα, η φωτογράφος, ξεκινάει να βγάζει τη Βάσω, ο Μιχάλης πάει να τη βοηθήσει με τον φωτισμό και τις γωνίες –έτσι δουλεύει αυτό το συνεργείο, δεν έχουν μάθει να ξεχωρίζουν αρμοδιότητες, όλοι κάνουν τα πάντα, ανάλογα με το πού θα βρεθούν. Ας πούμε, για κάποιο ρακόρ,  είχε τον νου του κι ο Γιάννης ο Αντύπας που κάνει ήχο και ο Θοδωρής ο Ηλιακόπουλος πρότεινε και εκείνος κάποιο πλάνο  πρίν μπει μέσα και παίξει τον ρόλο του –μόνο στην καταστροφή των πλάνων υπάρχει αυστηρή αποκλειστικότητα εμού του ιδίου, σε κάθε γύρισμα πάντα θα βρω το δυσκολότερο πλάνο για να περάσω μπροστά από την κάμερα και να το καταστρέψω –γιατί κάποιες δουλειές απαιτούν ιδιαίτερες ικανότητες, δεν είναι όλα για όλους!

Ξαναρχίζει το γύρισμα, ο Θοδωρής πρέπει να εμφανιστεί ξαφνικά (κάπως εξωπραγματικά) από μια εσοχή του μαγαζιού και για να τονιστεί αυτό τα παιδιά παλεύουν να βγάλουν ένα εφέ –θα κλείσουν τα φώτα του μαγαζιού τη στιγμή ακριβώς που θα ανάβουν τα κουάρτζ. Εύκολο; Στο διακόπτη, στη μια άκρη ο Μιχάλης, στα κουάρτζ στην άλλη άκρη ο Βασίλης. «Να το πάμε συγχρονισμένα», λέει ο Μιχάλης. «Πώς μετράμε όταν παίζουμε;» λέει ο Νίκος στο Βασίλη (αυτοί οι δυο παίζουν στο ίδιο συγκρότημα χρόνια τώρα). Ο Βασίλης δε μιλάει. «Να μετρήσουμε για να μπούμε μαζί ρε παιδί μου!» φωνάζει ο Νίκος. «Γιατί –έχουμε μπει ποτέ μαζί τόσα χρόνια που παίζουμε;» απορεί ο Βασίλης.

Όταν τελειώνουν τα γυρίσματα σερνόμαστε μέχρι τη διπλανή καφετέρια να πιούμε καμιά μπύρα μπας και ισιώσουμε. Η Όλγα έχει να βάλει μουσική σ΄ένα μπαράκι, ο Μιχάλης με το Νίκο πάνε τα κουάρτζ πίσω στο μαγαζί, ο Θοδωρής μοιάζει σα να ήρθε μόλις τώρα κι ας τον έχουμε τσακίσει στα γυρίσματα. «Εντάξει;» τον ρωτάω. «Μια χαρά», μου απαντάει. Κι αυτό εμένα μου φτάνει.

Υ.Γ.: Τελικά «πώς μας βλέπουν οι άλλοι;» Ελπίζω να δημοσιευτεί αυτή η συνέντευξη για να το μάθουμε. Αλλιώς θα πρέπει να ξαναβρεθούμε με τα κορίτσια και να τα ρωτήσουμε. Όχι οτι μας χαλάει –έτσι;

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Free WordPress Themes | Background by Toolbox | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Enterprise Project Management