Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

"Give up the sun"

Πάνε δυο χρόνια ή λίγο περισσότερο  (δεν είχαμε ξεκινήσει ακόμα γυρίσματα) κι ο Μιχάλης Καφαντάρης τραβιόταν με διάφορες δουλειές, από τη μια άκρη της Αττικής στην άλλη… Θυμάμαι οτι τη συγκεκριμένη μέρα προσπαθούσε να σπρώξει κάτι τόπια πανί για σάβανα που (ένας διάολος ξέρει πώς) είχε βρεθεί στην κατοχή του. Με παίρνει τηλέφωνο λοιπόν και μου λέει: «Φίλε, είμαι μποτιλιαρισμένος πηγαίνοντας για Καλύβια, ψιλόβροχο, λάσπη και μιζέρια εδώ πέρα -πέρασε δίπλα μου ένας περίεργος τύπος, περπάταγε ανάμεσα στ΄αμάξια σα χαμένος –κι όσο τον χάζευα, είδα μια σκηνή για την ταινία!»

Η σκηνή είχε να κάνει με κάποια φασαρία που γίνεται και έναν αθώο που πηγαίνει ανυποψίαστος προς τη φασαρία αλλά τον βλέπει η Όλυα Λαζαρίδου και προσπαθεί να τον προειδοποιήσει, με αποτέλεσμα να μπλέξει αυτή στη φασαρία. Για την ακρίβεια, το πλάνο που είχε «δει» ο Μιχάλης ήταν, την Όλυα να κουνάει τα χέρια της απεγνωσμένα προσπαθώντας να αποτρέψει τον αθώο που βάδιζε προς την καταστροφή.
Ήδη λειτουργούσαμε συνδυαστικά με το Μιχάλη σε θέματα σεναρίου, οπότε αποφασίσαμε οτι αυτή θα ήταν η πρώτη σκηνή της ταινίας. Η οποία θα γυριζόταν τελευταία, γιατί ήταν και η πιο δύσκολη σκηνή. Την υπολογίζαμε όλο αυτό τον (ατέλειωτο) καιρό που γίνονται τα γυρίσματα και τη φοβόμασταν κάπως –γιατί, όσο να πεις, ήταν σκηνή δράσης με πολύ κόσμο κι αν δεν έχεις τον κατάλληλο εξοπλισμό (τον οποίο ποτέ δεν είχαμε) θέλει κάμποση μαγκιά και τρελές πατέντες για να μη σου βγει σούπα. Δηλαδή, τι να λέμε τώρα –ακόμα και κάποιοι που έχουν τον κατάλληλο εξοπλισμό και είναι κι έμπειροι βγάζουν σούπα τέτοιες σκηνές...

Δυο βδομάδες πριν τη μοιραία Κυριακή, πήρα τηλέφωνο το Μιχάλη.  «Είμαστε έτοιμοι να το κάνουμε;» Το σκέφτηκε λίγο –«έτοιμοι δεν θα είμαστε ποτέ, αλλά ας το κάνουμε». Από εκείνο το τηλεφώνημα και μετά κανένας μας δεν κοιμήθηκε ολόκληρο βράδυ –μέχρι να τελειώσει το γύρισμα.
Η Όλυα Λαζαρίδου ήταν διαθέσιμη για τη συγκεκριμένη Κυριακή –κι αυτός ήταν ο μοναδικός γρήγορος διακανονισμός του γυρίσματος!


Έλα όμως που μιλήσαμε με τον Μιχάλη και είδαμε οτι χρειαζόμαστε κι έναν ακόμα ηθοποιό –να καθοδηγεί τους «ασφαλίτες» συν για ακόμα μια σκηνή (την οποία βέβαια δεν αποκαλύπτω!)  Ποιον όμως;
Όταν θέλεις ηθοποιούς, ρωτάς τους ηθοποιούς και για μας η Βάσω Καμαράτου με τη Βιργινία Κλαστάδα είναι κάτι παραπάνω από δυο ηθοποιοί που συμμετέχουν στην ταινία. Είναι συνδιευθύντριες παραγωγής και συνυπεύθυνες προώθησης (μαζί με τα παιδιά των συγκροτημάτων), είναι και πολύ καλές μας φίλες. Τηλέφωνο στη Βάσω λοιπόν και το σχετικό χώσιμο για να σκεφτεί (και να κάνει πρώτη επαφή με) ηθοποιό και κομπάρσους. Έλα όμως που όλοι είχαν κάποια δουλειά –άλλος γυρίσματα, άλλος πρόβα για θέατρο… Αδιέξοδο.  «Τι κάνουμε;» αναρωτιόμαστε με τη Βάσω. «Ρε συ –μήπως να προτείνουμε στο Στάθη που είναι και η αδυναμία μου;» σκέφτομαι φωναχτά. «Το σκέφτηκα κι εγώ, αλλά είχα καταλάβει οτι θέλεις κάποιον μεγαλύτερο σε ηλικία για τον ρόλο του αρχιμπάτσου» , λέει η Βάσω. Σωστό… Αλλά για να δούμε πώς είναι αυτές τις μέρες ο Στάθης Σταμουλακάτος! Ο οποίος παίζει τον ομώνυμο ρόλο στο «Γράμματα αγάπης για τον Στάλιν» -για κάτσε ρε συ… Αν δεν μου κάνει ο Στάλιν για αρχιμπάτσος, ποιος θα μου κάνει; Ο Μπρους Γουίλις; Παίρνει το πρώτο τηλέφωνο η Βάσω, τον παίρνω μετά εγώ –πολύ ευγενικός και φιλικός, νιώθω άνετα να του ζητήσω να συμμετάσχει. Μας προσκαλεί (μαζί με το Μιχάλη) για την επόμενη Τετάρτη που θα έχει παράσταση –να τον δούμε και να τα πούμε μετά. Υπέροχα –αλλά με πιάνει το άγχος! Κι αν δε δεχτεί να το κάνει; Πού θα βρούμε άλλον, 3 μέρες πριν το γύρισμα; Αποφασίζω –ο Στάθης είναι τέλειος για το ρόλο, αν δε δεχτεί να το κάνει ας μην το κάνουμε καθόλου. Όλα ή τίποτα (που έλεγε κι ο Ρίτσαρντ Γκιρ –απνευστί).
Συνεννοούμαι με το Μιχάλη ο οποίος δεν τον έχει δει στο «Μαχαιροβγάλτη» ούτε και στο θέατρο. «Είναι οδοστρωτήρας στη σκηνή», του λέω. «Εντάξει –μακάρι να δεχτεί», συμφωνεί.

Πάμε παρακάτω… Για τη σκηνή χρειαζόμαστε κι ένα Καντέτ, επειδή έχει κάποιο συμβολισμό το συγκεκριμένο μοντέλο για τους Groupies που θα συμμετέχουν κι αυτοί. Πού να το βρεις το Καντέτ; Τηλεφωνώ σε κάποιες εταιρείες που νοικιάζουν αλλά έχουν κάτι τιμές που περισσότερο σε συμφέρει να το αγοράσεις και να το πετάξεις στο γκρεμό μετά το γύρισμα για να κάνεις και εφέ. Την κατάσταση τη σώζει ο Μιχάλης που βρίσκει έναν καταπληκτικό τύπο, από όμιλο κλασσικών αυτοκινήτων, ο οποίος θα μας φέρει το αυτοκίνητο από Χαλκίδα!

Και μένει το θέμα με τους κομπάρσους… Θέλουμε κόσμο –όσο περισσότερο, τόσο καλύτερα.
Βάζω ανακοίνωση στη σελίδα του Νιού Γουέιβ που τόσον καιρό μας στηρίζει –έρχονται κάνα τεσσάρι άτομα, στο δρόμο χάνω τους δυο επειδή η Κυριακή του γυρίσματος είναι αυτή των δημοτικών-νομαρχιακών εκλογών και τους έχει έρθει χαρτί για εφορευτικές επιτροπές. Μιλάω με το Μιχάλη: «ρε συ, είμαστε σοβαροί; θα πάμε ανήμερα των εκλογών να γυρίσουμε ξύλο σε ανοιχτό χώρο; θα μας δέσουν», λέει ο Μιχάλης. Έχει δίκιο. Αλλά το γύρισμα πρέπει να γίνει… «Εντάξει, όσο μας δένουν θα τραβάει ο Νίκος και θα έχουμε αυθεντικά πλάνα», ψευτογελάμε, αλλά το άγχος το έχουμε όσο να πεις!

Η αναζήτηση κομπάρσων συνεχίζεται. Ρωτάω τα παιδιά των συγκροτημάτων, ο Μάστορης απαντάει πριν τον ρωτήσω: «Πάρε τον Άγγελο σ΄αυτό το τηλέφωνο –ήταν ο δάσκαλός μου στο αϊκίντο όσο ήμουν Αθήνα, έχει κόσμο που ξέρει να πέφτει σωστά, θα σε βολέψουν». (Ενδιαφέρουσα πληροφορία στα πλαίσια του «πόσο μικρός είναι ο κόσμος»: ο Μάστορης-Metro Decay, ήταν γνωστός με τον Φίλιππο Παππά-Αρνάκια, λόγω αϊκίντο, χωρίς να ξέρουν οτι έπαιζαν και οι δυο σε συγκροτήματα του ΄80!) Κανονίζω ραντεβού του Μιχάλη με τον Άγγελο –τηλεφωνώ στο Μιχάλη μετά το ραντεβού. «Πώς πήγε;» «Τέλεια!» «Δηλαδή;» «Πάω το απόγευμα στη σχολή τους να γραφτώ αϊκίντο!» «Ρε –για κομπάρσους τους θέλουμε τους ανθρώπους!» «Εντάξει, θα έρθουν και για κομπάρσοι!» Πάει κι αυτό.

Στο ψάξιμο για κομπάρσους έχω πιάσει πάτο –αρχίζω να την πέφτω σε ότι φίλους και γνωστούς έχω, το βγάζω και ανακοίνωση στη σελίδα της ταινίας στο facebook, ρωτάω τα παιδιά με τα οποία γίναμε φίλοι τις μέρες της συναυλίας…
Έχω σίγουρο τον Κώστα Λουκίδη και τον Ταξ Λιάσκα μαζί με τη γυναίκα του τη Νεκταρία από τη σελίδα του Νιού Γουέιβ, οι επόμενοι που μου απαντάνε είναι ο Σωτήρης Βλασσόπουλος (dj της Rebound)  κι ο Χρήστος Ιερεμίας (dj της Death Disco). Με ρωτάνε το ίδιο πράγμα: «πόσο θα κρατήσει; γιατί θα έρθουμε κατευθείαν από τη δουλειά –άυπνοι». Με εντυπωσιάζει η καλή διάθεση αυτών των παιδιών και η προθυμία τους να στηρίξουν την ταινία –αν σε στηρίζουν τέτοια άτομα δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα!

Παίρνω ένα μήνυμα από μια κοπέλα η οποία μου λέει «εγώ δεν μπορώ να έρθω, αλλά στείλε στο τάδε μέιλ –θέλουν άλλοι να έρθουν». Στέλνω σ΄ένα καλό παιδί, τον Γιώργο Σαϊνη –κανονιζόμαστε, κλείνει η δουλειά.
Από τη σελίδα μού ζητάει πληροφορίες η Νέλη Μακρυδάκη (δεν γνωριζόμαστε) –δίνω πληροφορίες και μου υπόσχεται οτι θα έρθει με την παρέα της. Εντυπωσιακό!
Μιλάμε και με την παλιά φιλενάδα μας τη Razz  (από την εποχή των μπλογκ) –κανονίζουμε να έρθει κι αυτή με όποιον μπορέσει να μαζέψει.


Οι μέρες περνάνε και φοράμε τα κινητά μας κανονικά σκουλαρίκια εγώ με το Μιχάλη. Έρχεται η Τετάρτη –πάμε στα «Γράμματα αγάπης για τον Στάλιν» για να δούμε τον Στάθη. Η παράσταση είναι συγκλονιστική, κυριολεκτικά. Κι ανακαλύπτω οτι ο Στάθης Σταμουλακάτος έχει επεκτείνει τη γκάμα του σε εντυπωσιακό βαθμό (μεταφέρεται πλέον από το αστείο στο τρομακτικό και πάλι πίσω με ασύλληπτη ταχύτητα). Ο Μιχάλης είναι περισσότερο εντυπωσιασμένος από εμένα γιατί βλέπει τον Στάθη για πρώτη φορά. Πάμε δίπλα στο θέατρο να πιούμε καμιά μπύρα (απαραίτητη προϋπόθεση συμμετοχής στη συγκεκριμένη ταινία), ο Στάθης μάς ξεκαθαρίζει οτι δεν μπορεί να μείνει  πολύ γιατί έχει δουλειά το πρωί (μένει 2 ώρες τελικά και το τελευταίο μισάωρο είναι με τα τσιγάρα στο χέρι, έτοιμος να φύγει, αλλά έρχεται συνέχεια η κουβέντα σε θέματα που γουστάρει και δεν του κάνει καρδιά…) Δέχεται  να παίξει τις δυο σκηνές που χρειαζόμαστε, μάλιστα κάνει και προτάσεις για το ρόλο του όταν καταλαβαίνει τι θέλουμε να δείξουμε –είναι ωραίο όταν βλέπεις οτι ένας σπουδαίος ηθοποιός είναι και σπουδαίος άνθρωπος (κι αυτή η ταινία, λόγω κάποιας επουράνιας κωλοφαρδίας, έχει μόνο τέτοιους).

Mέχρι την Κυριακή του γυρίσματος ζούμε τον πανικό των συνεχών διακανονισμών. Αϋπνία, τηλεφωνήματα, επαφές, η σκηνή να δουλεύεται μέχρι το τελευταίο βράδυ… Το δικό μου πρόβλημα είναι οτι ξέρω ελάχιστους από αυτούς που θα έρθουν στο γύρισμα κι όταν δεν ξέρω κάποιον δεν μπορώ να βασιστώ στη φερεγγυότητά του –έχουν δει πολλά τα μάτια μου.

Το Σάββατο στέλνω μηνύματα σε όλους για να κλείσουμε τα τελικά ραντεβού και τότε γίνεται το απίστευτο: όλοι συνεργάζονται σα να δουλεύαμε μαζί από πάντα κι ας μην γνωριζόμαστε –άσε που, πέρα απ΄αυτούς, ο Λούης (Stress) με ειδοποιεί οτι θα περάσει να δει το γύρισμα, ο Φίλιππος Παππάς το ίδιο, ο Φρανκ (Panx Romana) θα έρθει κι εκείνος για να δει τους Groupies μετά από τόσα χρόνια, ο Τάκης Σκορδάς θα περάσει για να τραβήξει φωτογραφίες, η Βάσω με τη Βιργινία (αν και δεν έχουν σκηνή κι έχουν κάτι κοινωνικές υποχρεώσεις) θα έρθουν κι αυτές! Μιλάμε για πάρτυ κανονικό –έτσι;

Κυριακή πρωί στον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Πειραιά –έχουμε ήδη πάρει τον Χρήστο Ιερεμία και το Νίκο Χανιώτη, έχουμε φτάσει νωρίς και περιμένουμε τους υπόλοιπους. Τελειώνω τον καφέ –ανάβω τσιγάρο και παθαίνω μπλακ άουτ. Μέσα στην επόμενη μια ώρα έχουμε πάει στο location, έχουμε μεταφέρει κόσμο, έχουμε δώσει οδηγίες, κάποιοι έχουν χαθεί και ξαναβρεθεί, κάποιοι μας περιμένουν ήδη –ένας πανικός από τηλεφωνικές συνεννοήσεις, κομβόι αυτοκινήτων και ατέλειωτες διαδρομές του Βασίλη Ζερβακάκη που αναλαμβάνει να σώσει-καθοδηγήσει-μεταφέρει τους πάντες. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, είναι καμιά τριανταριά ανθρώπους αραγμένους στις καρέκλες μιας παραθαλάσσιας κλειστής καντίνας και δίπλα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, μηχανάκια συν το τρομερό Καντέτ.
Τι συγκράτησα από όλο αυτό τον πανικό; Τη γυναίκα μου τη Βάσω να πηγαίνει μαζί με τον Βασίλη για να παραλάβουν κάποια άτομα που δεν τα γνωρίζουν, τη Λήδα Παπαγεωργοπούλου με τη Φίλιππα Δημητριάδη να μας λένε οτι όσο περίμεναν να τις πάρουμε από τον Ηλεκτρικό τούς την έπεσαν κάτι γεροντομαλάκες και τις έβρισαν: «πώς είσαστε έτσι, βαμπίρ, ανώμαλες!» (τι έτος έχουμε; 1984 ή 2014;) και τον Φίλιππο με τον Κώστα Λουκίδη να έχουν παρκάρει σ΄ένα μέρος από το οποίο ήταν σχεδόν αδύνατο να ξαναβγούν!

Η Βάσω (η γυναίκα μου) στήνει το κλασσικό πλέον κέτερινγκ που αποτελεί σήμα κατατεθέν της παραγωγής μας, η Όλυα Λαζαρίδου με καθησυχάζει: «πήγαινε να μιλήσεις με τους υπόλοιπους, μην ασχολείσαι με μένα –αισθάνομαι άνετα» (πώς να της εξηγήσεις οτι όλοι μαζί της θέλαμε να μιλήσουμε;) σ΄ένα τραπέζι παραδίπλα –κάτω από τον ήλιο –έχουν μαζευτεί οι πάνκηδες (Λούης, Φρανκ, Groupies, Τάκης Σκορδάς) και αναλύουν, ο Μιχάλης με την Έλενα χωρίζουν τον κόσμο σε καταληψίες και ασφαλίτες και οι δυο ομάδες ξεκινάνε για το μέρος που θα γίνει το γύρισμα.

Το μέρος απέχει καμιά τριακοσαριά μέτρα από την κλειστή καντίνα όπου, κυριλέ και άνετοι υπό σκιάν αλλά και παραθαλάσσια παίρνουμε το brunch μας με το ζευγάρι που έχει το Καντέτ (το Νομικό Ρούσσο και την Ελένη Γεραλή). Αποφασίζω να ρίξω μια ματιά στο στήσιμο τού γυρίσματος, πηγαίνω κοντά στο παλιό εργοστάσιο –τα παιδιά που θα παίξουν τους καταληψίες έχουν ανέβει σε παρατημένα μηχανήματα, οι ασφαλίτες παραμονεύουν κρυμμένοι στο εσωτερικό του μεγάλου φουγάρου, μου θυμίζει σκηνή από μιούζικαλ! «Πάμε να γυρίσουμε το Rent!» γελάει ο Μιχάλης.
Όλος σχεδόν ο κόσμος έχει μαζευτεί για να δει το γύρισμα –μέσα στα χαλάσματα του εργοστασίου οι βρωμοπάνκηδες παρακολουθούν, απέξω οι καταληψίες κάνουν ζέσταμα, φωνάζουν, γελάνε, ρίχνουν κι ένα «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» διστακτικό (είναι νωρίς ακόμα), οι βρωμοπάνκηδες γελάνε κάτω από τα ανύπαρκτα μουστάκια τους, ο Τάκης Σκορδάς βγάζει φωτογραφίες, τον ακολουθεί κατά πόδας ο γιός του που τραβάει με τη δική του μηχανή κι επαγγελματικό-αυστηρό ύφος.

Κι αρχίζει ο χαμός. Ο Στάθης πλησιάζει τους καταληψίες, μιλάει μαζί τους, στη συνέχεια πλακώνουν οι υπόλοιποι ασφαλίτες –ξύλο πέφτει, κόσμος τρέχει, η Όλυα αφήνεται να παρασυρθεί από τον πανικό (είναι εντυπωσιακή η ικανότητά της να ακολουθεί τους υπόλοιπους και ταυτόχρονα να ξεχωρίζει λόγω ρόλου), βλέπω άτομα να σκάνε στο χώμα και τρομάζω κάπως –ξέρω οτι ο Άγγελος είναι εκπαιδευμένος αλλά δεν πέφτει μόνο αυτός! Το αστείο βέβαια είναι όταν πέφτουν οι ξενυχτισμένοι ντιτζέι οι οποίοι λειτουργούν σε λίγο πιο αργή κίνηση από τους άλλους λόγω εξάντλησης. «Το κόβω στην επόμενη πτώση να ρίχνουν κάναν υπνάκο», σκέφτομαι, αλλά οι ντιτζέι πάντα σηκώνονται, σκονισμένοι και στυλάτοι.


Η σκηνή γυρίζεται ξανά και ξανά –με εντυπωσιάζουν οι ασφαλίτες, ειδικά ο Νίκος Δημητρακόπουλος που βγαίνει τρομακτικός ο μπαγάσας! Κι ο Παναγιώτης Μανίτας, ένα καλοκάγαθο και ήσυχο παιδί που έχει μετατραπεί σε ύπουλο κάθαρμα! Ο Κώστας Λουκίδης, προσωποποίηση της χαλαρότητας προηγουμένως –καθαρόαιμος καθίκης πλέον! Αμ, ο Ταξ Λιάσκας! Στέλνω μήνυμα κατευθείαν στον αδερφό του το Νίκο που παρακολουθεί το γύρισμα μέσω ανταποκρίσεων γιατί δεν τα κατάφερε να έρθει: «αν δεις τι κάνει τώρα ο αδερφός σου θα πεθάνεις!». Μου απαντάει: «Της οικογένειας τ’ όνομα ο brother το λερώνει/ μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι».


Είμαι μέσα στο ερειπωμένο εργοστάσιο με τους πάνκηδες, τη Βάσω και τη Βιργινία και σαχλαμαρίζουμε, ο Μιχάλης μάς έχει φωνάξει κάνα δυο φορές: «μπείτε πιο μέσα, φαίνεστε στο πλάνο, μη φωνάζετε!» Ξαφνικά όλοι σταματάνε, κοιτάζουν προς τον ουρανό. Απορώ κι όσο βλέπω οτι δείχνουν προς τα πάνω με τρώει η περιέργεια. Βγαίνω από το εργοστάσιο –«κοίτα! απίστευτο!» μου λέει η Όλυα. Κοιτάζω ο χαζός ψάχνοντας για κάνα αεροπλάνο, ελικόπτερο, ιπτάμενο δίσκο –αλλά δε βλέπω τίποτα! Σκέφτομαι να το παίξω άνετος σε στυλ «ναι, ναι –βλέπω, πράγματι εντυπωσιακόν!» αλλά η περιέργεια υπερισχύει, «τι κοιτάμε ρε παιδιά;» ρωτάω. «Τον ήλιο!» Τον ήλιο; Κοιτάζω κι εγώ. Γύρω από τον ήλιο ένα δαχτυλίδι χρωματιστό σαν ουράνιο τόξο! Το παίζω άνετος, «άμα είσαι μεγάλη παραγωγή ξηγιέσαι και τα σχετικά οπτικά εφέ!» λέω. Ο Φίλιππος είναι δίπλα μου -«Ring of fire» του δείχνω προς τα πάνω –«το έχουν πει και οι Social Distortion», μου ρίχνει την πληροφορία. Την επόμενη μέρα μάθαμε οτι αυτό ήταν ένα σπάνιο φυσικό φαινόμενο –μάλλον κάποιος από εκεί πάνω (ξέρω καλά ποιος –κι όχι, δεν είναι αυτός που νομίζεις!) θέλησε να χαιρετήσει το τελευταίο μας γύρισμα. Μ΄αρέσει να το πιστεύω…


Και μετά ανάβουν τα αίματα. Δηλαδή –εντάξει, ανοίγουμε τα μπουκαλάκια με το ψεύτικο αίμα και τους πασαλείβουμε όλους, ο Δημητρακόπουλος δίνει το στίγμα, φωνάζοντας στο Μιχάλη: «Άσε με να τους γλύψω έτσι που είναι –γιατί εγώ πίνω αίμα!» Χαβαλές ανελέητος, το γύρισμα συνεχίζεται, μαθαίνω εκ των υστέρων οτι στη διαδικασία «αιμάτωσης» έπεσε κατά λάθος αίμα στο μάτι της Λήδας Παπαγεωργοπούλου και βαλάντωσε η κοπέλα, κορόμηλο το δάκρυ μέχρι να καθαρίσει («της πήραμε κάτι πλάνα να κλαίει και να ανασαίνει με δυσκολία–σκέτη ερμηνεία!» μου λέει ο αδίστακτος σκηνοθέτης).

Η ώρα περνάει, οι άνθρωποι κουράζονται, το γύρισμα πηγαίνει καλά. Σε κάποια στιγμή κάνουν διάλειμμα, χώνονται μέσα στο εργοστάσιο να πιούν τίποτα νερό ή χυμό –να δροσιστούν. «Δυο ακόμα σκηνές», τους λέει ο Μιχάλης. Θ΄αντέξουν; σκέφτομαι. Κι όπως κάθονται, τους κάνει μια ανάλυση της σκηνής που γυρίζουμε, καθώς και του σεναρίου του ντοκυμαντέρ για να καταλάβουν πώς δένει το όλο πράγμα –όλοι τους ακούνε τον Μιχάλη, καταλαβαίνουν τι θέλουμε και σηκώνονται να συνεχίσουν το γύρισμα σα να ξεκίνησαν μόλις τώρα. Σκέφτομαι οτι σ΄αυτή την ταινία οι κομπάρσοι έχουν γίνει συμπρωταγωνιστές κι αξίζουν το σεβασμό μας.

Να σου πω τι θα θυμάμαι από τον καθένα τους…

-Την εξωπραγματική παρουσία της Ροζάννας Καλογερή (ο Κώστας Λουκίδης που την τραβολόγαγε για τις ανάγκες της σκηνής είχε τύψεις μετά: «πώς μπόρεσα εγώ να σέρνω στο χώμα αυτόν τον άγγελο;» αναρωτιόταν).

-Τον Σεζάι Μπαϊράμ που ήρθε, χρονοταξιδιώτης, από τις καταλήψεις του ΄80 για να προσδώσει ακρίβεια στη σκηνή.


-Τον Χρίστο Ιερεμία και το Σωτήρη Βλασσόπουλο, που κόντεψαν να κλείσουν εικοσιτετράωρο αϋπνίας για να μας βοηθήσουν και την κοπέλα του Σωτήρη, την Ειρήνη Κομιανού που μας έδωσε πλάνα για αφίσες με τα κοντινά της.


-Τη Λήδα Παπαγεωργοπούλου και τη Φιλίππα Δημητριάδη που έφεραν κάμποση πάνκικη αλητεία στη σκηνή.
-Τη Νέλη Μακρυδάκη που ανταποκρίθηκε στο αγωνιώδες ψάξιμό μου για κόσμο κι έφερε μια καταπληκτική παρέα (πέρα από τη μαγκιά που έβγαλε στο γύρισμα –έτσι;). Και τον εκπληκτικό Μπάμπη Τριανταφλάρο, ο τύπος είναι μορφή!

-Το Γιώργο Σαϊνη, αυτό το παιδί που με εντυπωσίασε με τη σεμνότητά του όσο επικοινωνούσαμε μέσω μέιλ και μου έφερε, ο αθεόφοβος, δυο ηθοποιούς στο γύρισμα! Ο Μιχάλης έχει ακόμα να το λέει για το πώς έγραφε στο φακό.

-Το Χάρη Βεραμόν, ηθοποιό με εμπειρία (και συγγραφέα) που μας τίμησε με την παρουσία και τη συμμετοχή του.
-Τη Σοφία Αλεξανιάν, ηθοποιό επίσης, που εντυπωσίασε όλο το συνεργείο με την προθυμία της να πέφτει στο χώμα προκειμένου να βγει σωστά η σκηνή.

-Τον τρομερό Νίκο Δημητρακόπουλο!


-Τη φίλη μας τη Razz (πρώτη φορά τη βλέπω ξύπνια τόσο νωρίς το πρωί) και τον (άνθρωπο με τα χίλια πρόσωπα) Παναγιώτη Μανίτα.

-Τον Κώστα Λουκίδη που βάραγε κόσμο με πόνο ψυχής!

-Τον Ταξ Λιάσκα (φίλε –σε είδα και ψάρωσα!) και τη Νεκταρία Γερασίμου τη γυναίκα του για όλα όσα έχουν κάνει για το ντοκυμαντέρ (πέρα από το γύρισμα), αλλά πάνω απ΄όλα για τη φιλία τους.

-Τον Άγγελο που έβγαλε τις ζόρικες σκηνές σαν επαγγελματίας στάντ μαν.
-Και βέβαια, τον κόσμο που ήθελε να είναι εκεί, μαζί μας, αλλά δεν τα κατάφερε –το «κρίμα ρε γαμώτο», που μου έγραφαν στα μηνύματα ήταν το καλύτερο κομπλιμέντο που θα μπορούσαν να κάνουν στην ταινία μας.

Η Όλυα με το Στάθη φεύγουν έχοντας τελειώσει τις σκηνές τους, οι πάνκηδες αποχωρούν με τη σειρά τους, σκέφτομαι το ζευγάρι με το Καντέτ, τον Νομικό και την Ελένη –τι θα λένε οι άνθρωποι που τους φέραμε από τις 9 το πρωί κι έχει πάει 2 και ακόμα τους έχουμε να περιμένουν;
Επιστρέφω στην καντίνα να τους ζητήσω συγνώμη, «δεν πειράζει, με είχε προετοιμάσει ο Μιχάλης», απαντάει εντελώς χαλαρά ο Νομικός -αρχίζουμε να κουβεντιάζουμε ένα σωρό πράγματα. Περνάει σε κάποια φάση ένα γεροντάκι, «πού γυρίζουν ταινία;» μας ρωτάει –του δείχνουμε και μετά αναρωτιόμαστε, «πού το έμαθε και τι τον νοιάζει;» Η Ελένη μας ρωτάει: «πώς τη λένε την ταινία ρε παιδιά;» κι όταν της απαντάμε σκάει στα γέλια. «Εκεί που σας περιμέναμε στο σταθμό έρχονται κάτι παιδιά και μας λένε, ‘είσαστε από το Άσυλο;’ –παραξενευτήκαμε, ‘όχι’ τους απαντάμε. Ποιο Άσυλο!» Πέφτει κάποιο γέλιο καθώς συνειδητοποιούν οτι πλέον κι αυτοί «είναι από  το Άσυλο»!

Τα παιδιά έρχονται από το γύρισμα λιωμένα στην κυριολεξία –τους δίνουμε νερό να καθαρίσουν τα αίματα, καφέδες, ότι έχουμε… Φτάνει η ώρα της αποχώρησης –θα μείνουν μόνο οι Groupies για τη σκηνή με το Καντέτ και τη συνέντευξη. Τα παιδιά μπαίνουν σε αυτοκίνητα, γελάνε, κοροϊδεύονται μεταξύ τους κι έτσι όπως τους βλέπω είναι πλέον μια μεγάλη παρέα, η δική μας παρέα…

Η σκηνή με τους Groupies βγαίνει απίθανη γιατί οι τύποι είναι μορφές, ετοιμαζόμαστε για τη συνέντευξη και τότε σκάει ο Φρανκ (που είχε φύγει πριν κάνα τρίωρο) μαζί με το Δημητράκα. «Ακόμα εδώ είσαστε;» λένε. «Τελειώσαμε την πρόβα και ήρθαμε να δούμε πώς πάει».
Οι Groupies μιλάνε κοφτά για πράγματα που πολύς κόσμος αποφεύγει να μιλήσει –θα πω κάτι εδώ πέρα: εγώ δεν τους ήξερα σαν συγκρότημα. Δεν είχε τύχει να τους ακούσω το ΄80. Όταν λοιπόν πρωτοστήσαμε τη σελίδα για το ντοκυμαντέρ ερχόταν κόσμος και ρωτούσε: «τους Groupies δεν θα τους έχετε;» Άντε τώρα να βρεις ένα συγκρότημα που δεν έτυχε να δεις και δεν έχει δισκογραφήσει τίποτα… Όπου εμφανίζεται ως από μηχανής Groupie των Groupies ο τεράστιος Βασίλης Ζερβακάκης και με ρωτάει κι αυτός το ίδιο πράγμα. «Πού να τους βρω ρε φίλε –δεν τους ξέρω», απαντάω. «Τους ξέρω εγώ», μου εξηγεί.
Έτσι ήρθαν τα παιδιά, βρέθηκαν με το Μιχάλη, κανονίστηκε η συμμετοχή τους και έγινε ακόμα πιο πλήρες το ντοκυμαντέρ μας –γιατί αν δεν φροντίσει ο φροντιστής για συγκροτήματα, ποιος θα φροντίσει;

Το γύρισμα έχει τελειώσει, μαζεύουμε, ξεφορτώνουμε κάρτες –οι Groupies πάνε για συνέχεια με τους Panx Romana, ο Χρίστος Ιερεμίας περιμένει σε κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας να φύγουμε (γιατί μένουμε κοντά) κι εγώ κάθομαι με το Μιχάλη περιμένοντας ν΄ακούσω εντυπώσεις. Ο Μιχάλης κοιτάζει τις μπότες του που κουβαλάνε 10 κιλά χώμα. «Τις κράταγα για τα γυρίσματα, για γούρι, τώρα νομίζω ήρθε η ώρα να τις πετάξω», λέει. «Σίγουρα;» τον ρωτάω. «Τελειώσαμε φίλε», χαμογελάει.

Τελειώσαμε.. Ή τώρα αρχίζουμε, όπως το δει κανείς…

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Τα δυσκολότερα πράγματα είναι τα εύκολα



Υπάρχει μια σκηνή, συνηθισμένη σε αμερικάνικες κωμωδίες, όπου η παρέα ξεκινάει να κάνει κάτι (από αναστήλωση μέχρι ληστεία –δεν έχει σημασία) κι ένας από αυτούς ανακοινώνει οτι θα είναι piece of cake. Επιτόπου πέφτουν όλοι οι υπόλοιποι στα πατώματα και χτυπιούνται: «γιατί το είπες αυτό ρε μαλάκα –θα μας γρουσουζέψεις» κι επειδή η ταινία είναι κωμωδία όντως τους γρουσουζεύει κι όλα πάνε κατά διαόλου (αν ήταν δράμα θα πάθαιναν και κάνα δυο ανίατες αρρώστιες συν θα τους παρατούσαν οι γκόμενές τους στο τέλος). Αυτή η σκηνή έχει παιχτεί μερικές φορές στα γυρίσματα του «Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο», μ΄εμένα να δηλώνω: «θα είναι πανεύκολο το γύρισμα, σε δυο ώρες θα έχουμε τελειώσει» και τον Μιχάλη Καφαντάρη να με μαζεύει: «ποτέ μη λες οτι θα είναι εύκολο το γύρισμα, ούτε να δεσμεύεσαι για το πόσο θα πάρει». Ο Μιχάλης δεν το κάνει αυτό επειδή είναι προληπτικός (ή έτσι νομίζω, τουλάχιστον) αλλά επειδή, σα σκηνοθέτης, οφείλει να είναι προνοητικός και προσεκτικός.


Έχουμε λοιπόν να κάνουμε τη συνέντευξη του Παναγιώτη Παπαδόπουλου (του Κάιν, για τους παλιούς) –συνέντευξη πολύ σημαντική για το ντοκυμαντέρ, αφού ο ίδιος ο τίτλος του είναι παρμένος από την προειδοποίηση-απειλή του Χοχτούλα στο ξεκίνημα της διαδήλωσης που είχε διοργανώσει η ομάδα του ΣΠΑΣΤΗ (ο Κάιν ήταν ο ΣΠΑΣΤΗΣ) για να διαμαρτυρηθεί για την Επιχείρηση Αρετή. Έβαλα πολλές άγνωστες λέξεις; Δεν πειράζει –όταν θα δεις το ντοκυμαντέρ θα εξηγηθούν όλα αυτά…
Μια συνέντευξη, ενός ανθρώπου σε μια πλατεία –σκέφτεσαι κάτι πιο εύκολο; Λοιπόν τα δυσκολότερα πράγματα είναι τα εύκολα…


Την Παρασκευή, δυο μέρες πριν το γύρισμα, έχουμε μαζευτεί στου Μιχάλη –έχει έρθει ο Κάιν για να κανονίσουμε το πώς θα γίνει η συνέντευξη, έχουν έρθει κι ο Λούης με τον Κώστα από τους Stress για να πιούμε καμιά μπύρα και να αράξουμε γενικότερα. Δεν προλαβαίνουν οι άνθρωποι να καθίσουν και πρέπει να φύγουμε γιατί το ραντεβού που έχουμε για να πάρουμε τον εξοπλισμό του γυρίσματος αλλάζει.
«Βολευτείτε», τους λέμε, «εμείς θα ξανάρθουμε».
Και τους παρατάμε σύξυλους.
Ευτυχώς είναι βολικοί άνθρωποι κι όταν επιστρέφουμε με το Μιχάλη, μετά από καμιά ώρα, τους βρίσκουμε τόσο απορροφημένους στη μεταξύ τους κουβέντα που πάμε στοίχημα οτι δεν πρόσεξαν την απουσία μας. Εκείνο το απόγευμα έχει τη συνήθη κατάληξη μιας συνάντησης με τους Stress –βουνά από μπουκάλια μπύρας, απέραντο σαχλαμάρισμα μετά παρακολούθησης αμοντάριστων πλάνων του ντοκυμαντέρ, ρεζουμέ: μπήκαμε μέρα και βγήκαμε νύχτα από του Μιχάλη.



Την Κυριακή το πρωί, όταν μαζευόμαστε για το γύρισμα, βρέχει με ήλιο. Φτάνω μαζί με τον Νίκο Χανιώτη και ήδη μας περιμένουν ο Παναγιώτης, ο Δημήτρης Παπαδάκης (ο ηχολήπτης), ο υπέρτατος floor manager Βασίλης Ζερβακάκης κι ο πιτσιρικάς ο Γιώργος Παπάζογλου –μέχρι να παρκάρουμε εμφανίζεται κι ο Μιχάλης με την Έλενα, τη βοηθό του. Απαρτία.
«Έχουμε ένα μικρό πρόβλημα, μας δώσανε μόνο μια κάρτα με τη μηχανή», λέει ο Μιχάλης.
«Εντάξει, έχω το λάπτοπ –μέχρι να κάνουμε ένα διάλειμμα για τσιγάρο θα αδειάζει η κάρτα, όλα καλά», απαντάω.
Τα παιδιά ξεκινάνε με γενικά πλάνα του χώρου, μετά παίρνουν τον Παναγιώτη ο οποίος είναι κάπως μαζεμένος, ξεκινάει τη συνέντευξη, μας διακόπτουν περαστικοί, μηχανάκια, αυτοκίνητα, λεωφορεία, πετρελαιοφόρα, αεροπλανοφόρα, «με αγχώνει έτσι που στέκομαι –δεν τα λέω καλά», δικαιολογείται ο Παναγιώτης –«δηλαδή άμα δεν ήσουν αγχωμένος, πώς θα τα ΄λεγες;» γελάει ο Μιχάλης γιατί βλέπει ότι η συνέντευξη πάει πρίμα κι όλα είναι άνετα και εύκολα, πώς το λένε οι ξενόγλωσσοι; piece of cake!
Σιγά!


Η μοναδική κάρτα της μοναδικής μηχανής (κάρτα μία, που λένε και στο Ούνο) γεμίζει, ο Θοδωρής Ηλιακόπουλος που μένει εκεί κοντά, περνάει να μας πει ένα «γεια» -όλα ωραία, θα προλάβουμε να κάνουμε κι ένα τσιγαράκι μέχρι να ξεφορτώσει η Έλενα την κάρτα. Αράζω με το Θοδωρή –πάνω που έχουμε αρχίσει να κουβεντιάζουμε ακούω το Μιχάλη να φωνάζει: «Έχει πρόβλημα το λάπτοπ σου, άντε να το δεις». Πάω.
Ο κλασσικός μαλάκας (στο ρόλο του μαλάκα ο υποφαινόμενος) έχω κάτι μήνες ν΄ανοίξω αυτό το λάπτοπ με αποτέλεσμα να  υπάρχουν 58 ενημερώσεις τις οποίες πρέπει να κάνει το μαραφέτι πριν ξεκινήσει! Κοιτάζω την οθόνη, 2 από 58 γράφει –κάνω μια βόλτα, ξαναγυρίζω, ακόμα 2 από 58, μέχρι να φτάσει στην 3 έχει περάσει ένα δεκάλεπτο. Ελληνιστί, τον ήπιαμε.
Αναλαμβάνει δράση ο πιτσιρικάς ο Γιώργος, «πήγαινε στα γύρω μαγαζιά και ρώτα αν έχουν ένα κομπιούτερ να συνδέσουμε το cart reader, να ξεφορτώσουμε», του λέει ο Μιχάλης. Με τα πολλά βρίσκεται ένα μαγαζί αλλά το κομπιούτερ τους δεν διαβάζει από το cart reader! Έχει περάσει ήδη μισή ώρα απραξίας και βρέχει περιποιημένα –η κάμερα κάτω από ομπρέλα, εμείς σαν ινδιάνοι στη μέση της πλατείας να χοροπηδάμε.
Τη λύση δίνει ο Δημήτρης, ο ηχολήπτης: «ελάτε να κάνουμε τη συνέντευξη μόνο με ήχο και μετά παίρνετε τα πλάνα που θέλετε και βάζετε τη φωνή over». Σωστός.
Ο Παναγιώτης λύνεται εφόσον δεν τον σκοπεύει πλέον το μάτι της κάμερας –τα λέμε στο πολύ πιο άνετο, η βροχή εξακολουθεί να πέφτει –κάποια στιγμή ανοίγει το γαμήδι το λάπτοπ μου, ξεφορτώνει η κάρτα, το συνεργείο είναι πάλι έτοιμο. Και το γύρισμα συνεχίζει αδυσώπητο.
Όταν τελειώνουμε σταματάει και η βροχή (αυτό έλειπε δα!) και κανένας δεν κουνάει από τη θέση του. Έχουμε ήδη χαιρετηθεί και φιληθεί σταυρωτά κάνα δυο φορές αλλά καθόμαστε και συζητάμε με τον Παναγιώτη (ο οποίος βιάζεται να πάει κάπου, όπως μας έχει πει πριν από μια ώρα). Τελικά ήταν εύκολο γύρισμα, δίκιο είχα! piece of shake!


Η επόμενη βδομάδα πέρασε μέσα σε διακανονισμούς. Γιατί ακολουθούσε ένα γύρισμα-σκούπα. Συνεντεύξεις-μυθοπλασία-αφήγηση ιστορικών γεγονότων, χαμός. Ο αρχικός σχεδιασμός περιλάμβανε 6 άτομα για συνεντεύξεις συν την Άντα Λαμπάρα με την Βιργινία Κλαστάδα για μια σκηνή μυθοπλασίας, τέτοια κατάσταση.
Δευτέρα ήμασταν όλοι εντάξει.
Τρίτη είχαμε πρόβλημα με τις κάμερες.
Τετάρτη το πρόβλημα λύθηκε.
Πέμπτη είχαμε πρόβλημα με το location γιατί θα ήταν απρόσβατο λόγω ημι-μαραθωνίου της Αθήνας.
Παρασκευή βρέθηκε καινούργιο location αλλά ένας από τους συνεντευξιαζόμενους πήρε μια επείγουσα δουλειά που έπρεπε να τελειώσει ως την Κυριακή το βράδυ.
Σάββατο πρωί, ακόμα ένα άτομο έμαθε ότι θα δούλευε και την Κυριακή!
Σάββατο απόγευμα άλλα δυο άτομα κρεβατώθηκαν από γρίπη!


Κυριακή πρωί έχουμε μαζευτεί το συνεργείο, έχουμε κατασκηνώσει στο καινούργιο location μαζί με τις ηθοποιούς και κοιταζόμαστε. Βγάλε το συνεργείο απέξω –ο μόνος που υπάρχει για να του πάρουν συνέντευξη είμαι εγώ και δεν έχω τίποτα ενδιαφέρον να πω… Η καταστροφή πλησιάζει χοροπηδώντας.
Και τότε έρχεται ο Φρανκ (Panx Romana). Αναπνέουμε με ανακούφιση –τουλάχιστον θα πάρουμε μια συνέντευξη! Δεν προλαβαίνουμε να πούμε δυο κουβέντες, σταματάει ένα ταξί και κατεβαίνει η τρομερή Άντα Λαμπάρα –καλά πάμε, θα βγει και η μυθοπλασία! Σε λίγο χτυπάει το τηλέφωνό μου, είναι η Νάνσυ Βαλσάμου (δεν θα δώσω ακόμα περισσότερες πληροφορίες γιατί η συμμετοχή της αφορά μια σημαντική καταγραφή της ταινίας) –νιώθουμε άρχοντες, θα κάνουμε 2 ολόκληρες συνεντεύξεις!  Ο Μιχάλης ονομάζει το γύρισμα: «Frank and Nancy», ο Φρανκ ξεκινάει να θυμάται και μας θυμίζει γιατί ήταν και παραμένει ένας χαρισματικός front man. Περνάει μπροστά από την κάμερα η διαδρομή ενός παιδιού που βρέθηκε να αγωνίζεται για να επιβιώσει σ΄έναν εχθρικό κόσμο και τελικά κατάφερε να συνεχίζει τον αγώνα του 40 χρόνια τώρα. Και, ξέρεις, αυτό μας κάνει να νιώθουμε κάπως περήφανοι –ότι τη συγκεκριμένη αφήγηση την καταγράφουμε, την κρατάμε, τη διατηρούμε…


Τότε έρχεται φουριόζα η Νάνσυ, έχει σχολάσει από τη δουλειά της στο κέντρο (θυμάμαι, αλήθεια, μια εποχή που τις Κυριακές οι άνθρωποι δεν δούλευαν), έχει έρθει μέχρι Πειραιά και πρέπει να τρέξει στη συνέχεια μέχρι τα Βόρεια για να πάρει τα παιδιά της. Αγχωμένη, νευρική και στην πρίζα. Τα παιδιά της κάνουν κάποια στατικά πλάνα, ο Μιχάλης τη βάζει να μιλήσει όρθια γιατί καταλαβαίνει ότι η Νάνσυ είναι γεμάτη ενέργεια κι αυτό θα γράψει ωραία. Η Νάνσυ τα λέει χωρίς, σχεδόν, να χρειαστεί να τη ρωτήσω –κάνει ένα μικρό σαρδάμ, ξεκαρδίζεται στα γέλια, συνεχίζει. «Εντάξει» της λέμε, «μια χαρά τα είπες». Το σκέφτεται, μας κοιτάζει: «Αποκλείεται –χάλια τα είπα, να τα πάμε άλλη μία από την αρχή»! Ο Μιχάλης χαμογελάει –τα ξαναπάμε, τα ξαναλέει μια χαρά, συνέντευξη σε δύο λήψεις λες και γυρίζουμε σκηνή μυθοπλασίας! «Συγνώμη ρε παιδιά, ήμουν αγχωμένη, τρέχω με χίλια πράγματα, θα σας δώσω τα τηλέφωνα από κάποιους άλλους να σας τα πουν καλύτερα», απολογείται ενώ ετοιμάζεται να φύγει τρέχοντας. Τι να της πεις;


Πάμε για τη σκηνή της μυθοπλασίας κι έχουμε 2 ηθοποιούς (Βάσω Καμαράτου, Βιργινία Κλαστάδα) και την Άντα Λαμπάρα την οποία την έχουμε βάλει σε τόσα γυρίσματα ώστε πλέον συγκαταλέγεται στους βετεράνους. Ηθοποιούς –έτσι; Φυσικά, τα κορίτσια βγάζουν μια πολύ βαριά σκηνή μέσα σε ένα τέταρτο και χωρίς να ζοριστούν. Κλασική κατάσταση…

Το γύρισμα τελειώνει με ένα ακόμα κομμάτι συνέντευξης του Φρανκ κι αυτό το κομμάτι είναι ανθρώπινο, ζεστό, συγκινητικό. Σαν το Φρανκ δηλαδή.


Πίνουμε κάτι μπύρες με τη Βάσω τη γυναίκα μου, τη Βάσω Καμαράτου, τη Βιργινία Κλαστάδα και το Νίκο Χανιώτη. Σαχλαμαρίζουμε ως συνήθως, ονειρευόμαστε την επόμενη δουλειά αυτής της ομάδας τώρα που τα γυρίσματα του Ασύλου τελειώνουν και τότε το συνειδητοποιώ: με 4 ακυρώσεις συμμετεχόντων, με προβλήματα σχετικά με τα μηχανήματα που χρησιμοποιούμε, με πρόβλημα σχετικό με το μέρος που θέλαμε να κάνουμε το γύρισμα κι όμως… το γύρισμα έγινε!
Δυο κολλητά γυρίσματα, 102 πιθανά και απίθανα προβλήματα. Κι ο Μιχάλης είναι ευχαριστημένος από το υλικό! Δηλαδή, δεν καταλαβαίνουμε Χριστό…

Πίνω ακόμα μια μπύρα στην υγειά αυτού του συνεργείου –άλλο που δεν ήθελα!


Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Free WordPress Themes | Background by Toolbox | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Enterprise Project Management