Είναι μεγάλο γαμήσι να ξεμένεις από προσμονή ρε φίλε…
Το "Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο" ξεκινάει
Αφίσα και συνοπτικό δελτίο τύπου…
Μια ενενηντάρα κασέτα
Τα πράγματα είναι πολύ απλά γι'αυτό και μοιάζουν τόσο μπερδεμένα: ανήκουμε σε μια γενιά που μεγάλωσε με την πλάτη στον τοίχο..
"Μια δεκαετία με περισσότερες και μεγαλύτερες νύχτες" Γ. Κουλούρης
Σπασμένα καρέ μνήμης σαν αναμνήσεις από κάποιο όνειρο. Σήμερα μιξάρουμε το SHA-LA-LA
Οι φλώρες πήραν την εκδίκησή τους - Κ.Π.Μάστορης
Τα διάφορα αφιερώματα γίνονται κυρίως απο μπούληδες και μπούλες που στην καλύτερη θυμούνται τη Whitney Houston και τον Σιδηρόπουλο (μπλιάχ) όταν το παίζουν γνώστες.
Εδώ υπάρχει storyboard
-Και εμένα τι με νοιάζει το storyboard ρε; - θα ρωτήσεις - εγώ την ταινία θέλω να δω, γυρίστε την και φώναξε με μετά.
Η δύναμή μας
-«καθρέφτισε το πρόσωπό σου στο δικό μου πριν γίνει μαύρο»
Οι Ανυπόφοροι και η κατάρα του Αταχουάλπα
-««το Marathon Man μού θυμίζει όλο αυτό!» λέει ο Γλυνέλης.»
Give up the sun
-««Τελειώσαμε.. Ή τώρα αρχίζουμε, όπως το δει κανείς…»
Τα δυσκολότερα πράγματα είναι τα εύκολα
-««Δυο κολλητά γυρίσματα, 102 πιθανά και απίθανα προβλήματα. Κι ο Μιχάλης είναι ευχαριστημένος από το υλικό! Δηλαδή, δεν καταλαβαίνουμε Χριστό….»
Ain't gonna rain anymore
-««Εκτός και αν το συγκροτήματα τού «Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο» δεν ήταν τελικά «εκεί έξω», αλλά «εδώ μέσα»…»
No Asylum Here -μια ιστορία με καλή αρχή
-Αν αυτό είναι το πρώτο βήμα για το ντοκυμαντέρ, τι μάς περιμένει στη συνέχεια;
Pro Cabaret
-Σε λίγο ανεβαίνει ο Μιχάλης, με πιάνει σε μια γωνιά: «μαλάκα, γυρίσαμε τη σκηνή καλύτερα κι από το να είχαμε ηθοποιούς, δεν θα το πιστέψεις όταν τη δεις –τι είναι αυτοί;» Χαμογελάω –«είναι τα ινδάλματά μου», σκέφτομαι. Αλλά δεν λέω τίποτα.
Stress για την αντιμετώπιση του άγχους
-«Γιατί ν΄αλλάξουμε;» αναρωτιέται ο Λούης. «Μήπως άλλαξε ο κόσμος; Άλλαξε το στρίμωγμα που τρώγαμε τότε; Απλώς τώρα έχουμε περισσότερες υποχρεώσεις».
"Η κλεμμένη κασσέτα"
«τα σκουπίδια του ενός είναι ο ανεκτίμητος θησαυρός του άλλου»
"House of the damned"
«Επειδή τελικά, όσοι μεγάλωσαν στο «σπίτι των καταραμένων» ξέρουν ότι εκεί μέσα ο αυτοσαρκασμός είναι προϋπόθεση επιβίωσης»
"Into the 7th sky"
«...αλλά ο ΠΗΓΑΣΟΣ δεν είναι πια εκεί –έχει γκρεμιστεί και στη θέση του υπάρχει πλέον μια πολυκατοικία…»
"Σύσταση και συμμορία (άρθρο 187 ΠΚ)"
Ξέρω πώς, ότι γίνεται με κόπο αξίζει τον κόπο αλλά ξέρω κιόλας πώς, όταν θα φωνάξει ο Μιχάλης «πάμε πάλι!» όλοι τους θα βρεθούν δίπλα του φρέσκοι σαν την αυθάδεια…
"Κάνοντας μια μικρή ιστορία, μεγάλη"
Εκείνη την Κυριακή, η νίκη του Ολυμπιακού δεν ήταν η μοναδική θρυλική ιστορία που γράφτηκε. Ούτε η σημαντικότερη –για μένα τουλάχιστον –κι ας είμαι φόλα γάβρος…
"Εδώ υπάρχει τρακάρισμα"
«Φίλε, αν δεν είχαμε την ταινία, δεν θα υπήρχε τίποτα να με κρατάει για ν΄αντέξω τη βδομάδα»
Ασυλόφρονες
-Τα ανεξαρτητα ελληνικα συγκροτηματα θεωρηθηκαν κατι σαν συμμοριες μοναχικων τρελων που "χαλανε τη συνταγη", αληταραδες, χωρις εμπορικη και αισθητικη αξια, αντιδραστικοι χωρις πολιτικη συνειδηση και οραμα.
Έξω έχει πέσει
ένα σκοτάδι, να το κόβεις με το κουζινομάχαιρο –δέντρα κρύβουν τις πινακίδες-
πηγαίνουμε αποκλειστικά με τη μυρωδιά. «Είμαστε ακόμα Αθήνα ή φτάσαμε Θήβα;»
αναρωτιέμαι. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου έχω την Άντα Λαμπάρα, τον Σπύρο
το Φάρο και μια κιθάρα –κανένας τους δεν βρίσκει κάτι να απαντήσει. Σταματάω
λοιπόν σε ένα βενζινάδικο αποφασισμένος να κάνω μια από τις πιο άκυρες
ερωτήσεις της ζωής μου: «Ψάχνω για ένα φαρμακείο που είναι κοντά σε ένα περίπτερο
–είναι κάπου εδώ γύρω;» «Μόλις το πέρασες», μου λέει ο βενζινάς χωρίς να
παίξει ούτε βλέφαρο. Χαμογελάω ηλίθια προσπαθώντας να θυμηθώ πώς έμπλεξα σ΄αυτή
την υπόθεση.
Η αρχή της
ιστορίας πάει περίπου δυο χρόνια πίσω –είμαστε στον ΚΟΥΚΟ στα Κύθηρα και
πίνουμε του σκοτωμού, ανταλλάσσουμε
αναμνήσεις με τον Κώστα το Μάστορη όταν μού δίνει (άθελά του) την
ιδέα να φτιαχτεί ένα ντοκυμαντέρ για την ανεξάρτητη σκηνή της Αθήνας του ’80.
Ένα εξάμηνο μετά, προσπαθώντας να βγάλω κάποια άκρη, στριμώχνω και τον Κώστα:
«Κωλόπαιδο, θα γράψεις τη μουσική του ντοκυμαντέρ και δε σηκώνω κουβέντα!» Δεν
θυμάμαι τι απάντησε ο Κώστας (επειδή, όντως, δεν σήκωνα κουβέντα) αλλά η
συμφωνία κλείστηκε επιτόπου.
Τα πράγματα πήραν
το δρόμο τους, η δημιουργία του ντοκυμαντέρ πέρασε από διάφορα στάδια
αναζητήσεων, συζητήσεων, ακυρώσεων, συνεργασιών, δημοπρασιών, πολυκατοικιών
κλπ, αποδεικνύοντας οτι πρόκειται για
μια Bela Lugosi παραγωγή–απέθαντο πράγμα δηλαδή. Κάθε
φορά που απογοητευόμουν όντας σίγουρος οτι δεν πρόκειται να προχωρήσει το
πράγμα –εκείνη ακριβώς τη στιγμή (όχι μετά από δυο μέρες, ούτε μετά από
μια βδομάδα)- εμφανιζόταν η εναλλακτική λύση. Από μόνη της! Στολισμένη,
κοστουμαρισμένη, με σιδερωμένη κάπα και γυαλισμένους κυνόδοντες σαν τον Bela Lugosi.
Πριν κάνα μήνα με
ειδοποίησε ο Κώστας: «Θα κλειστώ σε ένα απομονωμένο δωμάτιο στον Αβλέμονα
μπας και ολοκληρώσω κάποια κομμάτια για
τη μουσική του ντοκυμαντέρ». Κι έτσι ακριβώς έκανε.
Τρεις μέρες
αργότερα με παίρνει τηλέφωνο: «Σου στέλνω το τραγούδι του
ντοκυμαντέρ». Ποιο τραγούδι; Εγώ ήξερα οτι ο Κώστας ετοίμαζε ινστρουμένταλ
κομμάτια! «Μου ήρθε κατά τις 4 το πρωί, ετοιμαζόμουν να κλείσω τα μηχανήματα
και να την πέσω όταν κόλλησα σε ένα ρυθμό, τον έψαξα λίγο περισσότερο, σκέφτηκα
να του βάλω και λίγο μπάσο –με πήγε μέχρι τις 6 αλλά το έφτιαξα, έχω βάλει και στίχους». Κλείνω το τηλέφωνο, κατεβάζω το κομμάτι και το ακούω.
Όταν τελειώνει το κομμάτι ψάχνω να βρω τσιγάρο. Παίρνω τηλέφωνο τον Κώστα:
«Ρε μπαγάσα, τι έχεις κάνει εδώ πέρα; Όλα όσα θέλουμε να πούμε με το
ντοκυμαντέρ είναι μέσα στο τραγούδι!» Γελάμε σαν ηλίθιοι. «Ανεβαίνω
Αθήνα να το γράψω κανονικά στο στούντιο του Μανωλίτση», μου λέει ο Κώστας.
Το΄πε και
το΄κανε. Πέφτει η σχετική ειδοποίηση στα πέριξ: «Ο Μάστορης ανεβαίνει να
ηχογραφήσει στου Μανωλίτση –θέλει δεύτερα φωνητικά και ότι άλλο προκύψει»,
γίνεται ο κακός χαμός. Όλοι θέλουν να έρθουν στην ηχογράφηση, να ξαναδούν τον
Μανωλίτση μετά από τόσα χρόνια, να βρεθούν με τον Μάστορη, να βρεθούν μεταξύ
τους, να φτιαχτεί κατάσταση τέλος πάντων.
Εγώ πάλι, έχω το
δυνατότερο ντουέτο κινηματογραφιστών του λεκανοπεδίου –Μιχάλης Καφαντάρης,
Νίκος Χανιώτης (κυριολεκτώ –εντάξει;). «Δεν έρχεστε κι εσείς στου
Μανωλίτση να τραβήξουμε ένα makin’ of;» τους προτείνω.
Γουστάρουν κι αρχίζω να ψάχνω για κάμερα –η εταιρεία παραγωγής δεν έχει καμιά
ελεύθερη να μας δώσει, δανειζόμαστε τελικά μια Canon, ερασιτεχνική –απ΄αυτές που χρησιμοποιεί ο κόσμος
για να τραβάει γενέθλια και οικογενειακά ταξίδια στο Πουκίπσι.
Κάπως έτσι
φτάνουμε στο σημείο όπου, μέσα στο πηχτό σκοτάδι ψάχνουμε το στούντιο ΖΟΟΜ
του Μανωλίτση, το οποίο βρίσκεται στη Δροσιά –«στρίβεις για να
βγεις από τον κεντρικό δρόμο όταν δεις
ένα φαρμακείο μετά από ένα περίπτερο», αυτές είναι οι οδηγίες που έχουμε.
Όταν μπαίνουμε
στο στούντιο πέφτουμε πάνω σε παιδότοπο (πού νομίζεις οτι δημιουργήθηκε το
υπερσυγκρότημα τής ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ;) Αυτοί οι μουσικοί μοιάζουν
με Εγγλέζους χούλιγκανς –άμα μαζευτούν στο ίδιο μέρος κάνουν τρομερή φασαρία.
Μιλάω για πριν αρχίσουν να παίζουν –εντάξει; Μέτρα τώρα τι έχουμε μαζεμένο στον
ίδιο χώρο: Κώστας Μάστορης (Metro Decay), Άντα Λαμπάρα (Villa 21, Nomandol), Σπύρος Φάρος (Yell-o-Yell, Headleaders, Rehearsed Dreams, Spider’s Web, This Fluid), Γιάννης Ντρενογιάννης (Anti Troppau Council, Yeah!), Θοδωρής Βλαχάκης (Magic De Spell), Βασίλης
Σαλαπάτας (Not 2 without 3), Μιχάλης Πούγουνας (Flowers of Romance, Nexus, New Zero God), Στάθης Καλυβιώτης (Ανυπόφοροι), Γιάννης Χαραλαμπίδης (Ανυπόφοροι, Split Image) και ο Στέλιος ο Μαστρόκαλος (Metro Decay), σε απευθείας ανταπόκριση από Εδιμβούργο κι ας μην ξεχνάμε τον Χρήστο
τον Μανωλίτση και τον Κώστα τον Κούζα. (Κοιτάζω ξανά, όσα
έγραψα, προσπαθώντας να θυμηθώ πόσα συγκροτήματα, στα οποία συμμετείχαν οι
παραπάνω σεσημασμένοι, ξέχασα να αναφέρω –το γεγονός είναι οτι στο στούντιο ΖΟΟΜ
μαζεύτηκε σχεδόν η μισή ανεξάρτητη σκηνή της Αθήνας του ’80).
Χάνομαι μέσα στο
σαματά τους, ατέλειωτες κουβέντες όσο μπαινοβγαίνουν στην αίθουσα ηχογράφησης,
τρομερές ιστορίες για κιθάρες που πέσανε στις γραμμές του ΗΣΑΠ και κιθαρίστες
που βούτηξαν να τις πιάσουν, γέλια –πολλά γέλια, χοντρό κανιβάλισμα –ο λόγος
που μπλέχτηκα στο ντοκυμαντέρ ήταν οτι μου είχαν λείψει αυτοί οι τύποι –πού
διάολο ήταν κρυμμένοι τόσα χρόνια; Φαίνεται οτι και σ΄εκείνους είχε λείψει ο
σαματάς, γι΄αυτό τα άφησαν όλα για να έρθουν στο στούντιο του Μανωλίτση –20
χρόνια πέρασαν, ησυχία ακόμα δεν έχουν βρει (ούτε πρόκειται, έτσι όπως τους
είδα).
Όσο εγώ
καλοπερνάω ο Μιχάλης με το Νίκο τραβάνε. Τραγουδιστές, μουσικούς, ηχολήπτες,
κονσόλες, καλώδια... Κάνουν πατέντες για να φτιάξουν φόντο, κάνουν ταρζανιές
για να κλέψουν τον φωτισμό –όταν όλοι είμαστε έτοιμοι για διακομιδή από το ΕΚΑΒ
ο Μιχάλης με το Νίκο συνεχίζουν απτόητοι. Κάπου αγανακτώ –τι ακριβώς κάνουν δηλαδή;
Είπαμε να βγει ένα makin of, 5-10 μούρες που θα κουρδίζουν ή θα
τραγουδάνε, και το ντουέτο έχει τραβήξει τη Ρώσικη Κιβωτό!
Καταλήγουμε ψόφιοι σε
σουβλατζίδικα και αργοπορημένα μπαράκια –όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Περνάνε δυο
μέρες, φτάνει το πρωινό της Δευτέρας, ετοιμαζόμαστε να πάμε στις δουλειές μας
εγώ κι η γυναίκα μου. Τσεκάρω τα μέιλ μου πίνοντας τον βιαστικό πρωινό καφέ.
Βρίσκω ένα μήνυμα από τον Μιχάλη: «Το μοντάρισα βιαστικά για να πάρεις μια
πρώτη ιδέα, θα το δουλέψουμε κι άλλο με το Νίκο». Κατεβάζω το βίντεο και
μένω να το κοιτάζω σα χάνος όσο παίζει. Φωνάζω τη γυναίκα μου, παθαίνει το
ίδιο. Τι makin of και κανταΐφια ξεχτένιστα; Τα παιδιά έχουν
φτιάξει ένα κανονικό videoclip –ένα θανατηφόρο videoclip για την ακρίβεια! Μιλάω μαζί τους αργότερα μέσα στη μέρα: «Ρε σεις, δεν
περίμενα οτι θα καταφέρνατε κάτι τέτοιο με μια κάμερα της πυρκαγιάς!»
Απάντηση: «Εντάξει μη βαράς, θέλει κάμποση δουλίτσα ακόμα, αλλά για πρώτο
δείγμα καλό είναι».
Κι όντως κάνανε
κάμποση δουλειά από τότε –όλοι τους. Ο Μιχάλης με τον Νίκο και την Όλγα
την Παπαδημητρίου που χρησιμοποιήθηκε στον ρόλο του «κοριτσιού με τις
εξεζητημένες ορέξεις». Ο Κώστας ο Μάστορης που κατασκήνωσε με ξηρά τροφή στο
στούντιο για να μιξάρει («το τραγούδι χρειάζεται τροχονόμο», του είχε
πει ο Σπύρος ο Φάρος μετά το μοιραίο βράδυ) πριν το στείλει για master στον τεράστιο Kevin Metcalfe (αν δεν ξέρεις περί τίνος πρόκειται -γκούγκλισε).
Και όλα τα παιδιά που συμμετείχαν σ΄αυτή την ιστορία. Έγραψα «ιστορία» και
ακριβολογώ γιατί αυτό ακριβώς είναι το συγκεκριμένο κομμάτι και το videoclip του –μια ιστορική καταγραφή. Θεωρώ λοιπόν τον εαυτό μου τρομερά τυχερό που βρέθηκα εκεί όσο η ιστορία ξαναγραφόταν.
Έξω έχει πέσει
πάλι το σκοτάδι αλλά τα στολισμένα χριστουγενιάτικα μπαλκόνια το κόβουν με κάτι
λαμπιόνια διαπεραστικά σαν κουζινομάχαιρα. Βλέπω για εκατοστή φορά το videoclip και, για εκατοστή φορά, χαμογελάω σαν
χάνος. Αν αυτό είναι το πρώτο βήμα για το ντοκυμαντέρ, τι μάς περιμένει στη
συνέχεια;
«Εγκεφαλικό
έπαθες κι έχεις μείνει με το παγωμένο χαμόγελο;» με ρωτάει η γυναίκα μου πλησιάζοντας. Ξαναβάζω το
videoclip για μια ακόμα
φορά...